Ο πρωθυπουργός, με μια δήλωση που έχει καταγραφεί ήδη από τον περασμένο Σεπτέμβριο στη ΔΕΘ, έχει αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο πρόωρης προσφυγής στις κάλπες. Συγκεκριμένα, ερωτηθείς τότε για τον χρόνο των εκλογών, είχε δηλώσει πως «βασικός στόχος είναι οι βουλευτικές εκλογές να γίνουν στην ώρα τους, δηλαδή τον Οκτώβριο του 2019», προσθέτοντας ωστόσο πως «αυτό θα κριθεί από το πώς θα πάνε τα πράγματα το επόμενο διάστημα». Με επίκεντρο ακριβώς αυτή τη φράση –το πώς πάνε τα πράγματα– αναπτύσσονται τελευταία εντός της κυβερνητικής πλειοψηφίας διαφορετικές απόψεις, που η κάθε μία έχει τα υπέρ και τα κατά της, με τα βασικά σενάρια αυτή την ώρα να είναι τρία.
Τετραπλές εκλογές τον Μάιο. Είναι το επικρατέστερο σενάριο. Εχει κεντρικό άξονα τη συμφωνία των Πρεσπών, η οποία τέλος Ιανουαρίου θα έχει ολοκληρωθεί στην ΠΓΔΜ και θα περάσει στο γήπεδο της Ελλάδας. Οπως έχει ήδη ανακοινώσει, ο κ. Καμμένος θα καταψηφίσει τη συμφωνία, θα αποσύρει τους υπουργούς του –μένει να διαπιστωθεί αν θα τον ακολουθήσουν όλοι– και ως εκ τούτου η κυβερνητική φθορά θα μπει στον επιταχυντή. Οι θιασώτες της άποψης αυτής λένε πως ακόμα και αν το Μαξίμου βρει –που αυτή την ώρα μοιάζει βέβαιο– την πλειοψηφία ώστε να κρατηθεί στην κυβέρνηση ύστερα από μια πρόταση μομφής, η κυβέρνηση θα έχει χάσει τη «νομιμοποίησή της» και ως εκ τούτου θα πρέπει ο κ. Τσίπρας σε εύλογο χρονικό διάστημα να οδηγήσει τη χώρα σε κάλπες. Το αρνητικό σε αυτή την περίπτωση για το Μαξίμου είναι πως η συμφωνία των Πρεσπών θα είναι νωπή, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη συμπεριφορά του εκλογικού σώματος στη Βόρεια Ελλάδα. Το σενάριο πάντως των πολλαπλών εκλογών τον Μάιο, αντί του Οκτωβρίου, επιτείνεται και από το ότι ενδεχόμενη μεγάλη διαφορά στις ευρωεκλογές από τη Ν.Δ. θα λειτουργήσει αποσυνθετικά για την κυβέρνηση, όπως συνέβη σε δύο πρόσφατες περιπτώσεις στο παρελθόν. Επί Καραμανλή το 2009 και επί Σαμαρά το 2014, όπου αμφότεροι έχασαν τις ευρωεκλογές και ακολούθως δεν ανέκαμψαν χάνοντας και την εξουσία. Τέλος, πολλοί από τον ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν πως οι κοινές εκλογές τον Μάιο βοηθούν να «διασπαστεί» ο μηχανισμός της Ν.Δ., που, κατά κοινή ομολογία, είναι ισχυρότερος του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό θα συμβεί καθώς πλήθος «γαλάζιων» στελεχών θα είναι υποψήφιοι σε αυτοδιοικητικά ψηφοδέλτια, όπου δεν υπάρχει έντονο κομματικό στίγμα, με αποτέλεσμα η μάχη των εθνικών εκλογών να περάσει σε δεύτερη μοίρα.
Εκλογές τον Οκτώβριο του 2019. Είναι λιγότερο πιθανό σενάριο. Τελευταία κερδίζει έδαφος εντός της κυβέρνησης. Το βασικό επιχείρημα είναι πως τα θετικά μέτρα που ήδη έχουν αρχίσει να έρχονται θα έχουν «εμπεδωθεί» σε επίπεδο κοινωνίας και οι πολίτες θα έχουν διαπιστώσει «στην τσέπη τους» το τέλος των μνημονίων. Παράλληλα, η δεδομένη αποσύνδεση από τον Πάνο Καμμένο στις αρχές του χρόνου θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε ανασχηματισμό με «κεντροαριστερό πρόσημο», ο οποίος, αφενός θα δώσει πιο καθαρό «ιδεολογικό» στίγμα στην κυβέρνηση και, αφετέρου, όπως λένε οι ίδιες πηγές, θα πιέσει περαιτέρω το ΚΙΝΑΛ, που αυτή τη στιγμή έχει κάνει αντιπολιτευτική σημαία του τη συμπόρευση με τη «λαϊκιστική Ακροδεξιά των ΑΝΕΛ».
Εκλογές στις αρχές του χρόνου – πιθανότατα τον Μάρτιο. Το τρίτο σενάριο, που είναι υπαρκτό, αλλά ασθενέστερο αυτή τη στιγμή, είναι οι κάλπες να στηθούν πριν από τον Μάιο, αφού «περάσει» η συμφωνία των Πρεσπών στη Βουλή. Το επιχείρημα είναι πως η συγκεκριμένη κίνηση εμπεριέχει το στοιχείο του αιφνιδιασμού, στο οποίο αρέσκεται ο κ. Τσίπρας. Εχει όμως και πολλά τρωτά σημεία, με κυριότερο, όπως στην πρώτη περίπτωση, πως η συμφωνία των Πρεσπών θα είναι ακόμα πιο νωπή και η δυσαρέσκεια μπορεί να αποτυπωθεί στην κάλπη, διαιτέρως στο κοινό της Βορείου Ελλλαδος. Παράλληλα, οι υποστηρικτές της άποψης να στηθούν κάλπες πριν από τον Μάιο αναφέρουν πως η διαδικασία της αναθεώρησης (αναμένεται να ολοκληρωθεί στα τέλη Φεβρουαρίου) είναι βέβαιο πως θα «ανακατέψει» την κοινοβουλευτική τράπουλα και θα δημιουργήσει ένα ευρύ μέτωπο. Εξάλλου, η απόφαση Τσίπρα να απορρίψει την πρόταση Μητσοτάκη, για εξάμηνη προθεσμία στην επιτροπή αναθεώρησης –όπως είχε συμβεί σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις κατά το παρελθόν– αποτυπώνει την πρόθεση του πρωθυπουργού τον ερχόμενο Μάρτιο να μην έχει δεσμεύσεις και εκκρεμότητες με ό,τι αυτό συνεπάγεται για πιθανό εκλογικό αιφνιδιασμό.
Ολα τα παραπάνω έχουν μία βασική παράμετρο: το τι θα δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, που, παρά την απαξίωση με την οποία τις αντιμετωπίζουν δημοσίως από το Μαξίμου, τις λαμβάνουν υπ’ όψιν στον εκλογικό σχεδιασμό.
kathimerini.gr