Του Κώστα Ράπτη
Η πρώτη κίνηση ήταν το τελεσίγραφο του Eurogroup της Δευτέρας, με το οποίο ζητείται από την ιταλική κυβέρνηση να καταθέσει (το αργότερο μέχρι τις 13 του μηνός) νέο προσχέδιο Προϋπολογισμού, σύμφωνο με τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ευρωζώνης.
Το δεύτερο πλήγμα έμελλε, ωστόσο, να έρθει από την Κομισιόν, η οποία με τη δημοσιοποίηση των φθινοπωρινών προβλέψεών της αμφισβήτησε την ίδια την “αναπτυξιακή” φιλοσοφία των ιθυνόντων της Ρώμης.
Ο ρυθμός ανάπτυξης της ιταλικής οικονομίας θα παραμείνει καχεκτικός, παρά τη σχεδιαζόμενη επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, εκτιμά η Κομισιόν, με αποτέλεσμα το έλλειμμα να ξεπεράσει και το τυπικό όριο του 3% που προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας, ενώ η δυναμική του ιταλικού χρέους (σε απόλυτους αριθμούς: 2,3 τρισ. ευρώ) δεν πρόκειται να βελτιωθεί.
Ανάπτυξη έως 1,3%
Συγκεκριμένα, ο ρυθμός ανάπτυξης πρόκειται να διαμορφωθεί το 2018 στο 1,1% (λόγω της επιβράδυνσης στη μεταποίηση και ιδίως στην αυτοκινητοβιομηχανία) και αυτό, πάλι, χάρη στα φορολογικά κίνητρα που θεσπίστηκαν και την ακόμη ομαλή ροή της πίστωσης, παρά την αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Η σταδιακή έκλειψη των δύο αυτών παραγόντων (ιδίως σε ό,τι έχει να κάνει με την περιστολή της πίστωσης), σε συνδυασμό με τα γραφειοκρατικά εμπόδια, πρόκειται το 2019 να φρενάρει την ανάκαμψη που θα επιφέρει η τόνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, με αποτέλεσμα η ανάπτυξη να διαμορφωθεί στο 1,2% (αντί για 1,5% που προσδοκά η κυβέρνηση Κόντε). Αντίστοιχα, το 2020 η αύξηση των εξαγωγών αναμένεται να οδηγήσει σε ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 1,3%, ενώ το ποσοστό ανεργίας εκτιμάται ότι θα μειώνεται κατά μία μονάδα κάθε χρόνο, για να καταλήξει στο τέλος της τριετίας στο 10%.
Συνολικά, η Κομισιόν εκτιμά ότι οι ιταλικές πολιτικές δεν πρόκειται να έχουν θεαματικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη, ενώ η αύξηση του κόστους δανεισμού, η αβεβαιότητα και η μερική αντιστροφή προηγούμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα λειτουργήσουν ανασταλτικά.
Αμετάβλητο το χρέος
Στο δημοσιονομικό πεδίο, σχεδιαζόμενα μέτρα όπως η καθιέρωση του “εισοδήματος του πολίτη”, η διευκόλυνση πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, η μείωση των φορολογικών συντελεστών και η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων αναμένεται να αυξήσουν το έλλειμμα από το 1,9% του ΑΕΠ το 2018 στο 2,9% το 2019 (αντί για 2,4% που υπολογίζει η ιταλική κυβέρνηση) και στο 3,1% το 2020, ενώ το δημόσιο χρέος θα παραμείνει αμετάβλητο στο 131%. Η διαρθρωτική ανισορροπία πρόκειται να επιδεινωθεί κατά 3% έως 3,5%, έναντι μόλις 0,5% το 2015.
Ο Ιταλός υπουργός Οικονομικών Τζοβάνι Τρία έσπευσε να κατηγορήσει την Κομισιόν για “τεχνικό ολίσθημα”, υποστηρίζοντας ότι οι προβλέψεις της προκύπτουν από μία “μερική και όχι προσεκτική ανάλυση του σχεδίου Προϋπολογισμού” και διαμηνύοντας ότι σε κάθε περίπτωση “η δουλειά της κυβέρνησης δεν πρόκειται να επηρεαστεί”.
Παρέμβαση Ντράγκι
Ο ίδιος, πάντως, είχε τη δυσάρεστη εμπειρία να ακούσει τον συμπατριώτη του πρόεδρο της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, να υποστηρίζει, σε κλειστή ενημέρωση των μελών του Eurogroup τη Δευτέρα, ότι η Ιταλία οφείλει, λόγω υψηλού χρέους και χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης, να τηρήσει έναν βαθμό δημοσιονομικής πειθαρχίας που να υπερβαίνει ακόμη και τις απαιτήσεις των ευρωπαϊκών κανονισμών.
“Είμαστε σε μια φάση που θα πρέπει να υποστηρίζουμε την Ιταλία και εκπλήσσομαι που ένας Ιταλός δηλητηριάζει περαιτέρω το κλίμα κατ’ αυτό τον τρόπο”, σχολίασε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, υπουργός Εργασίας και ηγέτης του Κινήματος Πέντε Αστέρων Λουίτζι ντι Μάιο.
Ο ίδιος μάλιστα ισχυρίσθηκε ότι οι πολιτικές της συγκυβέρνησης της Ρώμης δεν είναι παρά μεταφορά του μοντέλου Τραμπ και σύντομα θα υιοθετηθούν και από άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Στις αγορές η πρωτοβουλία
Όλα δείχνουν ότι Ρώμη και Βρυξέλλες οδεύουν προς μετωπική σύγκρουση – όμως την τελική λύση δεν πρόκειται να δώσει η μακρόσυρτη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος η οποία αναμένεται να επιβληθεί για πρώτη φορά εναντίον ενός κράτους-μέλους. Είναι οι αγορές αυτές οι οποίες με τους δικούς τους, πολύ ταχύτερους ρυθμούς θα δώσουν το σινιάλο της “τιμωρίας” της Ιταλίας – με αποτέλεσμα να διακυβευτούν πολλά για πολλούς μέσα στην αναμενόμενη αναταραχή.
Επιπλέον, το σενάριο αυτό, οιονεί επανάληψη του ελληνικού προηγουμένου του 2015, βασίζεται σε μία υποτίμηση της δυνατότητας και της προθυμίας της Ρώμης (ιδίως της παλαιόθεν ευρωσκεπτικιστικής Λέγκας) να οδηγήσει τα πράγματα σε μια ιταλική έξοδο από το ευρώ, η οποία κατόπιν θα χρεωθεί στην “αδιαλλαξία” της Ε.Ε. Από πολλές απόψεις, η τακτική που ακολουθεί η συγκυβέρνηση δεν βγάζει νόημα παρά σε αυτή την προοπτική.
Ακυρώνεται κάθε σκέψη αναμόρφωσης της Ευρωζώνης
Μιλώντας σε φόρουμ στις Βρυξέλλες, ο μέχρι πρότινος αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Βίκτορ Κονστάνσιο, επεσήμανε ότι το “ιταλικό θρίλερ” ακυρώνει κάθε προσπάθεια αναμόρφωσης της Ευρωζώνης (όπως θα την οραματιζόταν ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν), καθώς λειτουργεί ως επιβεβαίωση των φόβων του ευρωπαϊκού Βορρά απέναντι σε κάθε προοπτική αμοιβαιοποίησης χρεών.
Όπως όμως επεσήμανε ο ίδιος, η πιθανότητα να σημειωθεί επιβράδυνση διεθνώς μέσα στους επόμενους 24 μήνες σημαίνει ότι η Ευρωζώνη θα πρέπει να κινητοποιήσει στον μέγιστο βαθμό τα λιγοστά εργαλεία που έχει στη διάθεσή της, με κυριότερη την (επαν)αγορά τίτλων από πλευράς της ΕΚΤ. Αισιοδοξεί, πάντως, ότι οι κραδασμοί θα απορροφηθούν, λόγω της εξισορρόπησης που έχει μεσολαβήσει σε επίπεδο δημοσιονομικών ελλειμμάτων και ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών, καθώς και της ενδυνάμωσης της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών.
Οι κίνδυνοι μετάδοσης
Το ΔΝΤ, από την πλευρά του, προειδοποιεί για τους κινδύνους μετάδοσης μιας ιταλικής κρίσης. Ήδη από την ανάδειξη της παρούσας κυβέρνησης τον Μάιο, τα spreads έχουν αυξηθεί κατά 180 μονάδες βάσης, ενώ κάθε φορά που ξεπερνούν τις 300 μονάδες οι ισπανικοί και οι πορτογαλικοί τίτλοι επηρεάζονται.
Όμως το παιχνίδι είναι ακόμη πιο μεγάλο: Ο επικεφαλής της επιτροπής οικονομικών υποθέσεων της ιταλικής Βουλής (και πρώην στέλεχος της Deutsche Bank), Κλάουντιο Μπόργκι, δήλωσε σχεδόν απειλητικά ότι η έκθεση των γαλλικών τραπεζών στην Ιταλία ανέρχεται στο 12% του γαλλικού ΑΕΠ. Και πρόσθεσε: “Αν ήμουν ακόμη στις αγορές θα πωλούσα γαλλικό χρέος και θα αγόραζα ιταλικό. Γιατί ή είναι σωστό να βρίσκονται τα ιταλικά spreads στις 300 μονάδες ή είναι σωστό να βρίσκονται τα γαλλικά στις 40 μονάδες. Και τα δύο δεν γίνεται να ισχύουν”…
πηγή: capital.gr