ΒΕΛΓΙΟ ΚΑΤΑ ΕΛΛΑΔΟΣ-Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (15/6/1939)

Estimated read time 1 min read

……….Στὶς 15 Ἰουνίου τοῦ 1939, τὸ Δικαστήριο Διεθνοῦς Δικαιοσύνης μὲ δεκατρεῖς ψήφους ὑπέρ, ἀπέρριψε δύο ἀπὸ τὰ τρία βελγικὰ αἰτήματα : «Β. Νὰ ὑποχρεώσῃ τὸ Ἑλληνικὸ κράτος νὰ καταβάλῃ πρὸς ὄφελος τῆς βελγικῆς ἑταιρείας Societe commerciale de Belgique τὰ ποσὰ ποὺ ὀφείλονται στην ἑταιρία βάσει τῆς διαιτητικῆς ἀποφάσεως τῆς 25ης Ιουλίου 1936 καὶ Γ. Νὰ ἐξουσιοδοτήσῃ τὴν Βελγικὴ Κυβέρνηση νὰ ἐκτιμήσῃ τὶς πρόσθετες ἀποζημιώσεις ποὺ ὑπέστη, εἴτε ἀπὸ αὐτὴν εἴτε ἀπὸ τὸν ὑπήκοό της, τὴν Societe commerciale de Belgique, ὡς ἀποτέλεσμα τῶν ἀνωτέρῳ περιγραφόμενων πραγματικῶν περιστατικῶν. Δεκτὸ ἔκανε τὸ πρῶτο μέρος τῆς ὑποβολή τῆς Βελγικῆς Κυβερνήσεως στὸ νὰ «Α. δηλώσῃ ὅτι τὸ κράτος τῆς Ἑλλάδος, ἀρνούμενο νὰ έκτελέσῃ ὡς πρὸς τὴν πληρωμὴ τοῦ χρέους του, τὴν διαιτητικὴ ἀπόφαση ποὺ δόθηκε στὸ Παρίσι στὶς 25 Ἰουλίου 1936, ὑπὲρ τῆς Βελγικῆς ἑταιρείας Societe commerciale de Belgique, παραβίασε τὶς διεθνεῖς του ὑποχρεώσεις».
……….Ὅταν ἀνέλαβε τὴν διακυβέρνηση τῆς Ἑλλάδος ὁ Ἰωάννης Μεταξᾶς, ὑπῆρχαν ἤδη οἱ διαιτητικὲς ἀποφάσεις τῆς 3 Ἰανουαρίου καὶ τῆς 25 Ἰουλίου 1936, βάσει τῶν ὁποίων ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση ἔπρεπε νὰ καταβάλῃ στὴν «Βελγικὴ Ἐμπορικὴ Ἕνωση», 6.771.868 χρυσᾶ δολάρια μὲ τόκο 5% ἀπὸ 01/8/1936.
……….Ὅλα ξεκίνησαν τὸ 1932, ὅταν μετὰ ἀπὸ ἕνα δραματικὸ τρίμηνο ταξειδιῶν καὶ ἐπαφῶν στὴν Εὐρώπη, ἡ κυβέρνηση Ἐλευθερίου Βενιζέλου κήρυξε χρεοστάσιο στὶς 18 Ἀπριλίου. Μέχρι τότε, παρ’ ὅλες τὶς δύσκολες συνθῆκες, οἱ δανειστὲς πληρώνονταν κανονικά. Ὅταν ὁ Βενιζέλος εἶχε μιλήσει στὴν Κοινωνία Τῶν Ἐθνῶν στὶς 15 Απριλίου 1932, εἶχε ζητήσει πενταετὴ ἀναβολὴ πληρωμῶν, ἀλλὰ ἡ τελικὴ ἀπόφαση τῆς Κ.Τ.Ε. δὲν ἦταν εὐνοϊκή. Ἡ Βελγικὴ Ἐμπορικὴ Ἕνωση «Societe Commerciale De Belgique» κατέφυγε στὴν διεθνὴ διαιτησία ἀπαιτῶντας νὰ πληρωθῇ. Τὸ 1936, λίγο πρὶν ἀναλάβει τὴν πρωθυπουργία ὁ Ἰωάννης Μεταξᾶς, ἐκδόθηκε καταδικαστικὴ ἀπόφαση γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ οἱ Βέλγοι ἀπαίτησαν τὴν ἐφαρμογὴ τῆς ἀποφάσεως καὶ τὴν καταβολὴ  6.771.868 χρυσῶν δολαρίων μὲ τόκο 5% ἀπὸ 01/8/1936. Τότε ἡ Κυβέρνηση Ἰωάννου Μεταξᾶ, κάνοντας χρήση τῆς «ἀρχῆς τῆς δημοσιονομικῆς ἀδυναμίας», ἔβαλε σὲ προτεραιότητα τὶς ἀνάγκες τῶν πολιτῶν ἔστω κι ἄν αὐτὸ ἦταν εἰς βάρος τῶν πιστωτῶν.

 

……….Ἐπειδὴ ἡ κυβέρνηση Μεταξᾶ δὲν κατέβαλε τὸ ποσό, ἡ βελγικὴ ἑταιρεία Societe Commerciale de Belgique ἔστειλε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1936 δύο ἀντιπροσώπους της στὰς Ἀθῆνας, μὲ ἀπαίτηση τὴν ἅμεση καταβολὴ 4.000.000 χρυσῶν δολαρίων καὶ διακακονισμὸ τῶν ὑπολοίπων 2.771.868 σὲ τρίμηνες δόσεις.
……….Στὶς 31 Δεκεμβρίου 1936  ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση ἀπάντησε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκλίνῃ ἀπὸ τὶς θέσεις της ὡς πρὸς τὸν χαρακτῆρα τοῦ χρέους της πρὸς τὴν Ἑταιρεία. Θεωροῦσε ὅτι ἀποτελεῖ μέρος τοῦ ἑλληνικοῦ δημόσιου χρέους, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἱσχύουν οἱ ἴδιες μέθοδοι πληρωμῆς ποὺ ἱσχύουν γιὰ τὸ δημόσιο ἐξωτερικὸ χρέος καὶ οἱ τόκοι πρέπει νὰ κατατάσσονται στὴν ἴδια βάση ποσοστῶν.
……….Συνεπῶς τὸ ποσὸ τῶν διαιτητικῶν ἀποφάσεων θὰ καταβαλλόταν ὅπως στὴν περίπτωση τῶν τόκων τοῦ δημοσίου χρέους ἐνῶ τὸ κεφάλαιο θὰ παρέμενε σὲ ἀναστολὴ ἔως ὅτου ἐπέλθει τελικὴ διευθέτηση ὅσον ἀφορᾶ τὸ δημόσιο ἐξωτερικὸ χρέος. Ὅπως καὶ στὴν περίπτωση ἄλλων ἐξωτερικῶν δανείων σὲ χρυσό, ἡ πληρωμὴ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνῃ μὲ χρυσὸ ὅπως προβλέπεται στὴν ἀρχικὴ σύμβαση καὶ στὰ διαιτητικὰ βραβεῖα. Ἐν ἀναμονῇ τῆς λήξεως ἑνὸς ὁριστικοῦ διακανονισμοῦ γιὰ τὸ δημόσιο ἐξωτερικὸ χρέος, ἡ κυβέρνηση πρότεινε τὴν ἅμεση καταβολὴ 300.000 δολαρίων.
……….Οἱ ὅροι τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως δὲν ἔγιναν ἀποδεκτοὶ ἀπὸ τὴν βελγικὴ ἑταιρεία, τῆς ὁποίας οἱ εκπρόσωποι ἀπάντησαν στις 5 Ἰανουαρίου 1937, δηλώνοντας στὴν Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση ὅτι ἐὰν ἐπιμείνει στὶς θέσεις της, αὐτὸ ἰσοδυναμεῖ μὲ ἄρνηση ἀναγνωρίσεως τῶν ὅρων τῶν διαιτητικῶν ἀποφάσεων. Λόγῳ μὴ ὑπαναχωρήσεως τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, τὴν 21η Μαΐου 1937 ἡ βελγικὴ ἑταιρεία ἀπέσυρε τὶς προσφορὲς της καὶ ὑπέβαλε αἴτηση στὴν Βελγικὴ Κυβέρνηση γιὰ τὴν προστασία της.
……….Τὴν 14η Ἰουνίου 1937, ἡ Βελγικὴ Κυβέρνηση ἀνέλαβε τὴν ὑπόθεση τῆς βελγικῆς ἑταιρείας καὶ ὁ Βέλγος Ὑπουργὸς στὰς Ἀθῆνας ἀπευθύνθηκε στὴν Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση ζητῶντας ἐπανεξέταση τῆς ὑποθέσεως προκειμένου ν’ ἀποφευχθῇ μιὰ διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο κυβερνήσεων.

……….(38) Στὶς 6 Σεπτεμβρίου 1937, ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση ἔστειλε ἀπάντηση μὲ τὴν ὁποία διατηροῦσε τὶς θέσεις στὸ σημείωμα τῆς 31ης Δεκεμβρίου 1936, θεωρώντας τὸ χρέος πρὸς τὴν βελγικὴ ἑταιρεία ὡς μέρος τοῦ ἐξωτερικοῦ χρέους τῆς χώρας καὶ ὅτι ἡ οἰκονομικὴ κατάσταση τῆς χώρας καὶ οἱ δυσκολίες ὅσον ἀφορᾶ τὸ συνάλλαγμα, ὑποχρέωσαν τὴν κυβέρνηση νὰ προτείνῃ μακροπρόθεσμη ρύθμιση γιὰ τὴν ἐκκαθάριση τοῦ χρέους μὲ ἐπιτόκιο κατάλληλο γιὰ τὶς ὑπάρχουσες συνθῆκες.
……….Στὶς 22 Δεκεμβρίου 1937, ὁ Βέλγος Ὑπουργὸς πρότεινε τὴν παραπομπὴ τῆς διαφορᾶς στὸ μόνιμο Δικαστήριο τῆς Διεθνοῦς Δικαιοσύνης μὲ εἰδικὴ συμφωνία. Ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση ἀρνήθηκε νὰ προσχωρήσῃ στὴν πρόταση αὐτὴ μὲ τὴν αἰτιολογία ὅτι ἡ ὑπόθεση δὲν ὑπάγεται στὴν ἀρμοδιότητα τοῦ Δικαστηρίου. Ἡ Βελγικὴ Κυβέρνηση άσκῶντας μονομερῶς τὴν ὑπὸ κρίση προσφυγὴ κατέθεσε αἴτηση στὶς 4 Μαΐου 1938.
……….Ἡ αἴτηση τῆς Βελγικῆς Κυβερνήσεως νὰ διαπιστώσῃ τὸ Δικαστήριο ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση, ἀρνούμενη νὰ ἐκτελέσει ἄμεσα τὶς διαιτητικὲς ἀποφάσεις ὑπὲρ τῆς βελγικῆς ἑταιρείας, παραβίαζε τὶς διεθνεῖς της ὑποχρεώσεις, ἀμφισβητήθηκε ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ πλευρᾶ μὲ τὸ αἰτιολογικὸ ὅτι τὸ αἴτημα τοῦ Βελγίου ἦταν νομικὰ ἀδικαιολόγητο καὶ συνεπῶς ἀπορριπτέο.
……….(47) Ἀκολούθησε νέο ὑπόδειγμα στὶς παρατηρήσεις τῆς Βελγικῆς Κυβερνήσεως στὸ ὁποῖο εξαφανίστηκε ὁ ἱσχυρισμὸς ὅτι ἡ Ἑλλάδα ἀρνήθηκε νὰ ἐκτελέσῃ τὶς διαιτητικὲς ἀποφάσεις καὶ ὅτι εἶχε παραβιάσει τὶς διεθνεῖς ὑποχρεώσεις της. Σὲ μεταγενέστερη ἀκρόαση, ὁ Βέλγος δικηγόρος ζήτησε ἐπίσης ἀπὸ τὸ Δικαστήριο νὰ λάβῃ ὑπ’ ὄψιν του ὅτι ἡ Βελγικὴ κυβέρνηση δὲν εἶχε ποτὲ τὴν πρόθεση νὰ ἐπιμείνῃ σὲ μία ἑνιαία κατ’ ἀποκοπήν πληρωμὴ ὑπὲρ τῆς βελγικῆς ἑταιρείας.
……….(50) Κατὰ τὴν περάτωση τῆς ἀκροαματικῆς διαδικασίας τῆς 19ης Μαΐου, ὁ Βέλγος δικηγόρος δήλωσε ὅτι ἐάν, μετὰ τὴν διαπίστωση τῆς νομικῆς καταστάσεως, ἡ βελγικὴ κυβέρνησι θὰ πρέπη ν’ ἀντιμετωπίσῃ τὸ ζήτημα τῆς πληρωμῆς, θὰ λαμβάνῃ ὑπ’ ὀψιν τὰ νόμιμα συμφέροντα τῆς Ἑταιρείας, τὴν ἰκανότητα τῆς Ἑλλάδος νὰ πληρώνῃ καὶ τὴν παραδοσιακὴ φιλία μεταξὺ τῶν δύο χωρῶν. Μ’ αὐτὸ τὸ πνεῦμα θὰ ἦταν διατεθειμένη νὰ συνάψῃ εἰδικὴ συμφωνία μὲ σκοπὸ τὴν ἐκ τῶν προτέρων ἐκκαθάριση τυχὸν δυσκολιῶν ποὺ θὰ μπορούσαν νὰ προκύψουν σὲ σχέση μὲ τὶς προτάσεις ποὺ ὑπέβαλε ἡ Ἑλλάδα γιὰ πληρωμὲς δόσεων.
……….(56) Τὸ Δικαστήριο μετὰ τὴν ἀλλαγὴ στάσεως τῆς Βελγικῆς Κυβερνήσεως καὶ τὴν νέα της πρόταση, παρατήρησε ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση ἔχει ὑποβάλει ἐπιχειρήματα ἐπὶ τῆς οὐσίας καὶ ζήτησε γιὰ μιὰ ἀπόφαση ἐπὶ τῆς οὐσίας στὴν ὁποία (ἀπόφαση) τὰ συμβαλλόμενα μέρη βρίσκονται ἤδη σὲ συμφωνία.
……….(58)  Ὅσον ἀφορᾶ τὴν ὑποβολὴ τῆς βελγικής κυβερνήσεως πρὸς τὸ  Δικαστήριο «νὰ ἐπιδικάσῃ καὶ νὰ δηλώσῃ ὅτι ὅλες οἱ διατάξεις τῶν διαιτητικῶν ἀποφάσεων ποὺ ἐξεδόθησαν ὑπὲρ τῆς  «Βελγικῆς Ἐμπορικῆς Ἑταιρείας – Societe Commerciale de Belgique» στὶς 3 Ἰανουαρίου καὶ 25 Ἰουλίου τοῦ 1936, εἶναι χωρὶς ἐπιφύλαξη ὁριστικὲς καὶ ὑποχρεωτικὲς γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση», τὸ Δικαστήριο δήλωσε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κάνῃ.
……….(61) Ὅσον ἀφορᾶ τὸ αἴτημα τῆς Βελγικῆς Κυβερνήσεως πρὸς τὸ Δικαστήριο «νὰ καταγραφῇ στὰ πρακτικὰ πρὸς ὄφελος τῆς βελγικῆς ἑταιρείας ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση δηλώνει ὅτι ἀναγνωρίζει ἀνεπιφύλακτα τὴν ὁριστικὴ καὶ ὑποχρεωτικοῦ χαρακτῆρα ὅλων τῶν διατάξεων τῶν διαιτητικῶν ἀποφάσεων (3/1 καὶ 25/7/1936) τὸ Δικαστήριο ἀπάντησε ὅτι οἱ οἰκονομικὲς συνθῆκες τῆς χώρας ἐμπόδισαν τὴν Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση νὰ τηρήσῃ τὴν ὀφειλὴ της καὶ εἶχε τὴν ὑποχρέωση νὰ προτείνῃ μία ρύθμιση στὴν βελγικὴ ἑταιρεία.
Μία ἀπαραίτητη ἐπισήμανση τοῦ Δικαστηρίου:
……….(68)  Κατὰ τὴν γνώμη τοῦ Συνεδρίου, ἡ Βελγικὴ Κυβέρνηση ἐπιμένοντας στὴν φράση  «ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση δεσμεύεται βάσει νόμου», υἱοθετεῖ τὴν αὐστηρὰ νομικὴ ἄποψη σχετικὰ μὲ τὶς συνέπειες τοῦ δεδικασμένου, μιὰ ἄποψη ἡ ὁποία, στὴν πραγματικότητα, δὲν ἀποκλείει τὴν δυνατότητα τῶν ρυθμίσεων οἱ ὁποῖες, χωρὶς νὰ ἐπηρεάζεται ἡ ἀρχὴ τοῦ δεδικασμένου, θὰ λαμβάνουν σοβαρὰ ὑπ’ ὄψιν τὴν ἰκανότητα τοῦ ὀφειλέτη νὰ πληρώσῃ. Εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἄποψη τῶν πραγματικῶν περιστατικῶν καὶ τῶν ἐκτιμήσεων ὡς πρὸς τὸ τί θὰ ἦταν δίκαιο καὶ ἰσότιμο, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν αὐστηρὴ ἑρμηνεία τοῦ νόμου.
……….(69) Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση, ναὶ μὲν ἀναγνώρισε τὶς διαιτητικὲς ἀποφάσεις ὅτι ἔχουν ἱσχὺ δεδικασμένου, ζητεῖ ὅμως ἀπὸ τὸ Δικαστήριο (ὅπως εἶχε ζητήσει κι ἀπὸ τὴν βελγικὴ ἑταιρεία):
……….«(4) ὅτι, λόγῳ τῶν δημοσιονομικῶν καὶ νομισματικῶν συνθηκῶν εἶναι οὐσιαστικὰ ἀδύνατη ἡ ἐκτέλεση τῶν διαιτητικῶν ἀποφάσεων.  (5) ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση καὶ ἡ Βελγικὴ Ἑταιρεία(Societe Commerciale de Belgique)- πρέπει νὰ ἔλθουν σὲ συμφωνία γιὰ τὴν ἐκτέλεση αὐτῶν ταῶν διαιτητικῶν ἀποφάσεων ἡ ὁποία θὰ ἀντιστοιχῆ μὲ τὴν δημοσιονομικὴ καὶ νομισματικὴ ἰκανότητα τοῦ ὀφειλέτη.
……….(70) Σύμφωνα μὲ τὶς σαφεῖς δηλώσεις τῶν συμβαλλομένων μερῶν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς δίκης, τὸ ζήτημα τῆς ἰκανότητας τῆς Ἑλλάδος νὰ πληρώσῃ, εἶναι ἐκτὸς τοῦ πεδίου ἐφαρμογῆς της ἐνώπιον τοῦ Δικαστηρίου. Σκοπὸς τῆς δίκης ἦταν νὰ δείξῃ ὅτι ἡ βελγικὴ ὑποβολὴ σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Ἑλλάδα εἶχε παραβιάσει τὶς διεθνεῖς ὑποχρεώσεις της – μιὰ κατάθεση ἡ ὁποία ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ τὴν Βελγικὴ Κυβέρνηση – ἦταν ἀβάσιμη καὶ ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση ἔδωσε μία γενικὴ περιγραφὴ τῆς δημοσιονομικῆς καὶ νομισματικῆς καταστάσεως τῆς χώρας.  (…) πρόθεση τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως ἦταν νὰ ζητήσῃ ἀπὸ τὸ Δικαστήριο νὰ κρίνῃ μόνο τὸ θέμα τῆς ἰκανότητος τῆς Ἑλλάδος νὰ πληρώσῃ σὲ σχέση μὲ τὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση καὶ ἡ Βελγικὴ Ἐμπορικὴ Ἑταιρεία (Societe cornmerciale de Belgique) πρέπει νὰ ἀφεθοῦν σὲ διαπραγμάτεση καὶ ρύθμιση ἀντίστοιχη μὲ τὴν δημοσιονομικὴ καὶ νομισματικὴ ἰκανότητα τοῦ ὀφειλέτη.

……….(72-75) (…) Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρᾶ τὸ Δικαστήριο δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ὑποχρεώσῃ τὴν βελγικὴ κυβέρνηση – κι ἀκόμα λιγότερο τὴν ἑταιρεία – νὰ εἰσέλθουν σὲ διαπραγματεύσεις μὲ τὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση, μὲ σκοπὸ τὴν φιλικὴ διευθέτηση σχετικὰ μὲ τὴν ἐκτέλεση τῶν διαιτητικῶν ἀποφάσεων. Οἱ διαπραγματεύσεις αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἐξαρτῶνται ἀποκλειστικῶς ἀπὸ τὴν βούληση τῶν ἐνδιαφερομένων μερῶν. (Ἡ ὁποία ἤδη ἐκδηλώθηκε μὲ δήλωση τοῦ Βέλγου δικηγόρου στὶς 19/5).
……….Τὸ Δικαστήριο δὲν μπορεῖ νὰ καλέσῃ τὴν Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση καὶ τὴν Βελγικὴ Ἑταιρεία Societe Commerciale de Belgique νὰ συμφωνήσουν σὲ μία ρύθμιση ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὴν δημοσιονομικὴ καὶ νομισματικὴ ἰκανότητα τοῦ ὀφειλέτη, ἀκόμα λιγότερο μπορεῖ νὰ ἀναφέρῃ τὶς βάσεις γιὰ μιὰ τέτοια ρύθμιση. Στὴν πραγματικότητα, τὰ συμβαλλόμενα μέρη συμφωνοῦν ὅτι τὸ θέμα τῆς ἰκανότητας τῆς Ἑλλάδος νὰ πληρώσῃ εἶναι ἐκτὸς τοῦ πεδίου ἐφαρμογῆς τῆς διαδικασίας ἐνώπιον τοῦ Δικαστηρίου.
……….Παρ’ ὅλ’ αὐτά, σύμφωνα μὲ τὴν καταγεγραμμένη στὰ πρακτικὰ δήλωση τοῦ ἐκπροσώπου τῆς βελγικῆς πλευρᾶς «…ἡ  Βελγική Κυβέρνηση θὰ πρέπη ν’ ἀσχοληθῇ μὲ τὸ θέμα τῶν πληρωμῶν, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τὰ νόμιμα συμφέροντα τῆς Ἑταιρείας, συνυπολογίζοντας τὴν ἰκανότητα τῆς Ἑλλάδος νὰ πληρώσῃ καὶ τὴν παραδοσιακὴ φιλία μεταξὺ τῶν δύο χωρῶν.» Ἡ δήλωση αὐτή, εἶναι κατὰ γενικὸ τρόπο, σύμφωνη μὲ τὰ ἑλληνικὰ αἰτήματα. Ἐπιτρέπει στὸ Δικαστήριο νὰ διαπιστώσῃ ὅτι οἱ δύο κυβερνήσεις εἶναι, σύμφωνες κατ’ ἀρχὰς στὸ  ἐνδεχόμενο διαπραγματεύσεων μὲ στόχο μιὰ φιλικὴ διευθέτηση, στὴν ὁποία πρέπει νὰ συνυπολογισθῇ μεταξὺ ἄλλων, ἡ ἰκανότητα τῆς Ἑλλάδος νὰ πληρώσῃ. Μιὰ τέτοια διευθέτηση εἶναι ἰδιαιτέρως ἐπιθυμητή.
……….(76)  Ἡ ἀπόφαση: Τὸ Δικαστήριο, μὲ δεκατρεῖς ψήφους ὑπέρ, παραδέχεται τὸ πρῶτο μέρος τῆς ὑποβολῆς τῆς Βελγικῆς Κυβερνήσεως στὸ νὰ «Α. δηλώσῃ ὅτι τὸ κράτος τῆς Ἑλλάδος, ἀρνούμενο νὰ έκτελέσῃ ὡς πρὸς τὴν πληρωμὴ τοῦ χρέους του, τὴν διαιτητικὴ ἀπόφαση ποὺ δόθηκε στὸ Παρίσι στὶς 25 Ἰουλίου 1936, ὑπὲρ τῆς Βελγικῆς ἑταιρείας Societe commerciale de Belgique, παραβίασε τὶς διεθνεῖς του ὑποχρεώσεις», ἀπορρίπτοντας τὰ ἀκόλουθα δύο βελγικὰ αἰτήματα. «Β. Νὰ ὑποχρεώσῃ τὸ Ἑλληνικὸ κράτος νὰ καταβάλῃ πρὸς ὄφελος τῆς βελγικῆς ἑταιρείας Societe commerciale de Belgique, τὰ ποσὰ ποὺ ὀφείλονται στην ἑταιρία βάσει τῆς διαιτητικῆς ἀποφάσεως τῆς 25ης Ιουλίου 1936 καὶ Γ. Νὰ ἐξουσιοδοτήσῃ τὴν Βελγικὴ Κυβέρνηση νὰ ἐκτιμήσῃ τὶς πρόσθετες ἀποζημιώσεις ποὺ ὑπέστη, εἴτε ἀπὸ αὐτὴν εἴτε ἀπὸ τὸν ὑπήκοό της, τὴν Societe commerciale de Belgique, ὡς ἀποτέλεσμα τῶν ἀνωτέρῳ περιγραφόμενων πραγματικῶν περιστατικῶν.
Συνοψίζοντας :
……….Ἡ Κυβέρνηση Μεταξᾶ, ὄντως δὲν πῆγε στὸ Δικαστήριο ὡς «τζαμπατζής». Ἀρνήθηκε νὰ καταβάλῃ ἅμεσα στὴν Societe commerciale de Belgique τὰ 6.771.868 χρυσᾶ δολάρια σύν τοὺς τόκους, λόγῳ τῶν δημοσιονομικῶν καὶ νομισματικῶν συνθηκῶν οἱ ὁποῖες καθιστοῦσαν οὐσιαστικὰ ἀδύνατη τὴν ἐκτέλεση τῶν διαιτητικῶν ἀποφάσεων.

……….Ἡ οὐσία εἶναι ὅτι ἡ Κυβέρνηση Μεταξᾶ βάζοντας σὲ προτεραιότητα τὸ συμφέρον τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, δὲν κατέφυγε σὲ μέτρα ποὺ θὰ τὸν ἐπιβάρυναν καὶ ἐξαθλίωναν γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσῃ τὰ ὀφέλη τῆς βελγικῆς ἑταιρείας. Ἀρνήθηκε νὰ πληρώσῃ τὴν δεδομένη στιγμὴ καὶ μὲ τὶς δεδομένες συνθῆκες ὅλο τὸ ποσό, καταφέρνοντας κατὰ τὴν διάρκεια τῆς δίκης αὐτὸ ποὺ καταγράφηκε στὰ πρακτικὰ καὶ ἀναφέρεται στὰ ἄρθρα 50 καὶ 72.
……….Τὸ Δικαστήριο, κρατῶντας ἴσες ἀποστάσεις, δήλωσε ὅτι «…σύμφωνα μὲ τὴν καταγεγραμμένη στὰ πρακτικὰ δήλωση τοῦ ἐκπροσώπου τῆς βελγικῆς πλευρᾶς, ἡ Βελγική Κυβέρνηση θὰ πρέπη ν’ ἀσχοληθῇ μὲ τὸ θέμα τῶν πληρωμῶν, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τὰ νόμιμα συμφέροντα τῆς Ἑταιρείας, σ υ ν υ π ο λ ο γ ί ζ ο ν τ α ς   τὴν  ἰ κ α -ν ό τ η τ α  τῆς Ἑλλάδος νὰ πληρώσῃ καὶ τὴν παραδοσιακὴ φιλία μεταξὺ τῶν δύο χωρῶν», τονίζοντας ὅτι ἡ δήλωση αὐτή, εἶναι κατὰ γενικὸ τρόπο, σύμφωνη μὲ τὰ ἑλληνικὰ αἰτήματα.
……….Ὁπότε, τὸ Βέλγιο, δικαιώθηκε μὲν ὡς πρὸς τὸ αἴτημά του περὶ παραβιάσεως ἀπὸ μέρους τῆς Ἑλλάδος τῶν διεθνῶν της ὑποχρεώσεων, ἀ λ λ ὰ τὸ αἴτημά του νὰ ὑποχρεωθεῖ ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση ἀπὸ τὸ Διεθνὲς Δικαστήριο στὴν καταβολὴ πρὸς ὄφελος τῆς βελγικῆς ἑταιρείας Societe commerciale de Belgique, τῶν ποσῶν ποὺ ὀφείλονται,  ἀ π ο ρ ρ ί φ θ η κ ε.

 

You May Also Like

More From Author