Οι ειδικοί σε θέματα διεθνών σχέσεων συνήθως προσεγγίζουν τα εξωτερικά ζητήματα χρησιμοποιώντας διαφορετικά εργαλεία από αυτά των οικονομολόγων. Οι αναλυτές -με τις γνώσεις τους να είναι ριζωμένες στη βαθιά μελέτη μιας συγκεκριμένης χώρας ή περιοχής- αναπτύσσουν πολύπλοκα, διεπιστημονικά μοντέλα με πολλά κινούμενα μέρη και λιγότερο φορμαλισμό. Τα οικονομικά μοντέλα εξωτερικής πολιτικής είναι πιο πιθανό να λάβουν υπόψιν κάποιο είδος ορθολογικής συμπεριφοράς, να χρησιμοποιήσουν περισσότερη θεωρία παιγνίων και να αντιμετωπίσουν τον πλούτο ως σημαντικό πολιτικό σκοπό.
Είναι περιττό να πούμε ότι τα οικονομικά μοντέλα δεν έχουν αντικαταστήσει τη μελέτη των διεθνών σχέσεων, αλλά περιοδικά αξίζει να ελέγχουμε τι λένε. Και αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα μεγάλο κόκκινο φως που αναβοσβήνει: ο αποκλεισμός του εμπορίου και των συνόρων που έχει επιβάλει η Σαουδική Αραβία και άλλες έξι χώρες στο Κατάρ, ένα ιδιαίτερα ευάλωτο κράτος που εισάγει το μεγαλύτερο μέρος των τροφίμων του.
Τα γεγονότα αυτά θα μπορούσαν να θεωρηθούν τα πιο σημαντικά μέχρι στιγμής επί προεδρίας Trump. Ορισμένα δημοσιεύματα αναφέρουν ότι οι Σαουδάραβες απαιτούν από το Κατάρ να διακόψει τις σχέσεις του με το Ιράν, να περιορίσει τους δεσμούς του με τη Χαμάς και την Μουσουλμανική Αδελφότητα και να κλείσει το δίκτυο ειδήσεων Al-Jazeera, μεταξύ άλλων. Είτε αυτός ο λογαριασμός είναι σωστός, είτε όχι, ξεκάθαρα οι χώρες που συνεργάζονται στον αποκλεισμό θέλουν παραχωρήσεις και έχουν κατά βάση επιχειρήσει κάποιες πολεμικές ενέργειες για να το πετύχουν. Εάν το Κατάρ ενδώσει, αυτό θα μπορούσε να σηματοδοτήσει το σχηματισμό περισσότερων παγκόσμιων συνεργασιών. Δεν χρειάζεται να συμφωνεί κανείς με την οικονομική στήριξη του Κατάρ προς τις τρομοκρατικές οργανώσεις (κάτι που παρεμπιπτόντως δεν είναι ασυνήθιστο στην περιοχή) για να θεωρήσει ενοχλητική αυτή την προοπτική.
Στα οικονομικά μοντέλα της εξωτερικής πολιτικής, είναι ένα παζλ το γιατί οι μεγάλες, ισχυρές χώρες δεν καταλαμβάνουν μικρές και πλούσιες σε πόρους χώρες. Και πράγματι το Κατάρ θα μπορούσε να είναι θύμα, όπως ακριβώς ήταν το Κουβέιτ όταν το Ιράκ εισέβαλε το 1990. Το Κατάρ είναι μικρότερο σε μέγεθος από την Πελοπόννησο, αλλά επειδή μοιράζεται ένα μεγάλο πεδίο φυσικού αερίου με το Ιράν, είναι ένα από τα πλουσιότερα έθνη στον κόσμο, με κατά κεφαλήν ΑΕΠ που ξεπερνά τα 129.000 δολάρια και με ένα κρατικό επενδυτικό ταμείο, η αξία του οποίου αγγίζει τα 335 δισ. δολάρια. Ωστόσο, ο πληθυσμός του είναι κάτω από 3 εκατομμύρια, με σχεδόν το 90% αυτών να είναι εργαζόμενοι μετανάστες.
Ένας βασικός λόγος για τον οποίο το Κατάρ διατήρησε την ανεξαρτησία του είναι η προστασία των ΗΠΑ, που χρονολογείται από τον Πόλεμο του Περσικού Κόλπου. Στο πλαίσιο του διακανονισμού, οι ΗΠΑ διατηρούν εκεί μια σημαντική στρατιωτική βάση.
Το ιστορικό αυτό αναδεικνύει τη σημασία της αντίδρασης των ΗΠΑ στις πιέσεις που ασκούνται προς το Κατάρ. Μια γεύση από το σκεπτικό της κυβέρνησης Trump, όπως δόθηκε από τον υπουργό Εξωτερικών Rex Tillerson, είναι ότι οι Αμερικανοί θα εργαστούν για να επαναφέρουν κατά κάποιο τρόπο την προτεραία κατάσταση και να πιέσουν τους Σαουδάραβες και τους άλλους να κάνουν πίσω. Ωστόσο, ο ίδιος ο Πρόεδρος Trump είχε πάρει τα εύσημα για την πίεση της Σαουδικής Αραβίας, ενώ αργότερα διατήρησε τη στήριξή του υπέρ της “σκληρής αλλά απαραίτητης δράσης” κατά του Κατάρ.
Εάν ο Trump καταφέρει να περάσει το δικό του, οι Καταριανοί θα χρειαστεί πιθανότατα να υποχωρήσουν σε κάποια από τα αιτήματα, ή θα αναζητήσουν ιρανική ή ίσως και τουρκική παρέμβαση για λογαριασμό τους. Αυτά τα σενάρια είναι δύσκολο να δοκιμαστούν, αλλά η αξία των αμερικανικών εγγυήσεων ασφάλειας θα υποβαθμιζόταν σημαντικά, δεδομένου ότι θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σε μικρές, ευάλωτες χώρες.
Τυπικά, εάν έχεις εγκαταστήσει μια μεγάλη στρατιωτική βάση σε μια χώρα, υπάρχει μια γενική προσδοκία ότι δεν θα εργαστείς ενεργά για να υπονομεύσεις την κυριαρχία της κυβέρνησής της. Αλλά τώρα οι ΗΠΑ παραβιάζουν αυτή την αμοιβαία κατανόηση.
Φανταστείτε τώρα ότι είστε η ηγεσία της Σιγκαπούρης, η οποία αντιμετωπίζει πολιτικές πιέσεις από μια πολύ μεγαλύτερη Κίνα και Ινδονησία. Η Σιγκαπούρη φιλοξενεί επίσης μια σημαντική αμερικανική στρατιωτική βάση. Θα σκεφτόσασταν δύο φορές για τα οφέλη που αναμένατε κάποτε από αυτή τη ρύθμιση. Το Κουβέιτ και το Μπαχρέιν θα επανεξέταζαν επίσης τις επιλογές τους. Άλλες ευάλωτες χώρες με αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις είναι η Νότια Κορέα, το Κοσσυφοπέδιο, η Ελλάδα και το Τζιμπουτί. Ωστόσο, υπάρχουν κι άλλα έθνη, όπως η Ταϊβάν, που δεν φιλοξενούν αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις, αλλά βασίζονται εν μέρει στη δυνατότητα αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας.
Εν ολίγοις, πολλές άλλες χώρες θα αισθανθούν λιγότερο ασφαλείς και πολλές από αυτές τις χώρες πιθανότατα θα επιδιώξουν πρόσθετη ευνοϊκή μεταχείριση από τους τοπικούς ή περιφερειακούς ηγεμόνες τους, οι οποίοι κατά κανόνα είναι λιγότερο φιλελεύθεροι από τις ΗΠΑ. Στη Μέση Ανατολή και τον Κόλπο, για παράδειγμα, το Ιράν είναι πιθανό να κερδίσει μεγαλύτερη επιρροή.
Προσθέστε τώρα λίγη παραπάνω θεωρία παιγνίων. Όταν οι δεσμεύσεις προς τις μικρότερες, πιο ευάλωτες χώρες εξασθενούν, τότε δοκιμάζονται και οι μεγαλύτερες συμμαχίες, καθώς σχεδόν όλοι επιδιώκουν να ξεκαθαρίσουν ή να αποσαφηνίσουν τις δεσμεύσεις τους. Δεδομένης της περιοδικής απροθυμίας του Trump να επιβεβαιώσει τη δέσμευση των ΗΠΑ στη συμμαχία του ΝΑΤΟ, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μια μεγάλη και αρκετά ξαφνική κατάρρευση της αμερικανικής αξιοπιστίας στο εξωτερικό.
Ένα ακόμη τρομακτικό στοιχείο είναι ότι σχετικά λίγοι δυτικοί παρατηρητές αναγνωρίζουν την κρίση στο Κατάρ ως σημαντικό πρόβλημα, συνεπώς η παγκόσμια ευπάθεια ενδέχεται να είναι χειρότερη από ό,τι φανταζόμαστε.
Ξαφνικά, τα διακυβεύματα είναι τρομακτικά υψηλά.
Του Tyler Cowen