Ένα από τα επιχειρήματα που ακούγονται έντονα στην Ελληνική πολιτική σκηνή, αλλά και στο εξωτερικό, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε είναι ότι η Γερμανία έχει υιοθετήσει την εφαρμογή μιας πολιτικής που δεν επιτρέπει στην Ελληνική οικονομία να βγει από το τέλμα της ύφεσης, αλλά και την υπόλοιπη Ευρώπη να δημιουργήσει χρηματοοικονομικές συνθήκες υψηλής ανάπτυξης.
Για τη Γερμανία, η οικονομική συγκυρία για μια αλλαγή της οικονομικής πολιτικής δεν θα μπορούσε να ήταν ευνοϊκότερη. Τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια (μηδενικά ή και αρνητικά σε ορισμένες περιπτώσεις) με τα οποία μπορεί και δανείζεται θα της επέτρεπαν να βρει τα κεφάλαια που επιθυμεί ώστε να επενδύσει και να τονώσει έτσι την εθνική της οικονομία συμπαρασύροντας μαζί της και τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, και όχι μόνο.
Παρόλα αυτά, και κόντρα σε αυτή τη μακροοικονομική λογική, η Γερμανία όχι μόνο επενδύει λιγότερο από ότι στο παρελθόν, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που δημοσιεύονται, αλλά και λιγότερο από άλλες χώρες με υψηλότερα επιτόκια δανεισμού. Για παράδειγμα, οι δημόσιες επενδύσεις στη Γερμανία βρίσκονται τώρα μόλις στο 2%, παρά το γεγονός ότι οι υποδομές της χρειάζονται τεράστια ποσά για τη συντήρηση και ενίσχυση τους, τα οποία όμως η Κυβέρνηση της Angela Merkel αρνείται να δώσει.
Και παρά τις φωνές αυτές, η Γερμανική Κυβέρνηση, επιμένει να διαφοροποιείται από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης. Για τον Γερμανό υπουργό οικονομικών, Wolfgang Schaueble, αυτή η οικονομική πολιτική είναι ένα πρότυπο που και οι άλλες χώρες της Ευρωζώνης θα έπρεπε να υιοθετήσουν. Ακόμα και το τεράστιο πλεόνασμα του γερμανικού προϋπολογισμού αποτελεί για εκείνον ένα σημάδι της γερμανικής οικονομικής δύναμης και ανταγωνιστικότητας των εξαγωγών το οποίο θα έπρεπε να αποτελεί λόγο επιβράβευσης και όχι κριτικής (Forbes, 2016).
Γιατί όμως υπάρχει αυτή η απόσταση μεταξύ της γερμανικής οικονομικής λογικής και του υπόλοιπου κόσμου;
Μια πρώτη εξήγηση είναι το παρελθόν της. Η Γερμανία με το τέλος του Ά Παγκοσμίου Πολέμου βίωσε συνθήκες υπερπληθωρισμού με σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στη Γερμανική οικονομία που συχνά αναφέρεται ως μια από τις αιτίες που οδήγησαν στην άνοδο των Ναζί και στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως συνέπεια, η Γερμανική πολιτική ελίτ αρνείται να μπει στον «πειρασμό» υιοθέτησης οποιονδήποτε μέτρων ενισχύουν τον πληθωρισμό.
Από την άλλη πλευρά όμως, αυτή η Γερμανική επιμονή σε μια περιοριστική πολιτική, στο εσωτερικό της, αλλά και στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, είναι καθοριστική για την αδυναμία τόνωσης της ζήτησης που θα επιτρέψει στις ενδιαφερόμενες χώρες να ενισχύσουν τις επενδύσεις και να αποκομίσουν έτσι μια σειρά από οφέλη που προκύπτουν από μια τέτοια πολιτική.
Βέβαια, η Γερμανία, κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, προέβη σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ιδιαίτερα στους τομείς του εργασιακού καθεστώτος τόσο για τους Γερμανούς πολίτες, όσο και για τους μετανάστες (απελευθέρωση), τα επιδόματα ανεργίας και τη φορολογία, για να αναφέρω μόνο μερικά, γεγονός που της επιτρέπει να αναπτύσσεται παρά τη συγκράτηση των δαπανών της και τα υψηλά πλεονάσματα προϋπολογισμού που σημειώνει.
Όμως για την Ελλάδα, αυτή η επιμονή στη λιτότητα έχει πολύ περισσότερη σημασία, και επίδραση, από τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης.
Η γερμανική επιμονή εξαγωγής του γερμανικού μοντέλου ανάπτυξης, όπως αναλύθηκε παραπάνω, στην Ελλάδα πραγματοποιείται μέσω των «Θεσμών» που διαπραγματεύονται συνεχώς εκ μέρους των δανειστών με την Ελληνική Κυβέρνηση κατά τα τελευταία 8 χρόνια, και εμμένουν στην εφαρμογή μιας οικονομικής πολιτικής που θα χαρακτηρίζεται από μεταρρυθμίσεις για τόνωση της ανταγωνιστικότητας, από τη μία πλευρά, με ταυτόχρονη όμως οικονομική πολιτική υψηλών πλεονασμάτων που θα επιτρέψουν στην Ελλάδα μεσοπρόσθεσμα να δημιουργήσει μια βιώσιμη οικονομία και μακροπρόθεσμα να μειώσει το εξωτερικό της χρέος, αποπληρώνοντας φυσικά και τους δανειστές της (βλ. Μνημόνια).
Αυτή όμως η επιμονή για ταυτόχρονη υιοθέτηση δομικών μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα και μείωση δαπανών και δανεισμού που θα έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση της ζήτησης στο εσωτερικό και άρα την επικράτηση μιας παρατεταμένης υφεσιακής κατάστασης (όπως άλλωστε και έχει συμβεί) αποτελεί ένα σημαντικό λάθος της Γερμανικής πολιτικής.
Χωρίς να παραγνωρίζουμε τις σημαντικές ευθύνες των Ελληνικών Κυβερνήσεων, και του υπόλοιπου πολιτικού κόσμου, κατά τα τελευταία 8 χρόνια, θα πρέπει γίνει αποδεκτό ότι απαιτείται μια αλλαγή πολιτικής συμπεριφοράς των «Θεσμών» προς την Ελληνική οικονομία και κοινωνία, που θα δίνει έμφαση, σε πρώτο στάδιο, στην ταχεία, όπως πλέον έχουν γίνει τα πράγματα, υιοθέτηση γενναίων δομικών μεταρρυθμίσεων στη λειτουργία του κράτους, με ταυτόχρονη όμως χαλάρωση των δημοσιονομικών πολιτικών (με χαμηλότερα ή και μηδενικά πλεονάσματα) προς τόνωση της εσωτερικής ζήτησης.