Του Δημήτρη Τσαρδάκη
Η δική μου γενιά μεγάλωσε μέσα στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Οι δάσκαλοι και οι καθηγητές μάς δίδαξαν την αρχαία ελληνική ιστορία, την αρχαία γραμματεία, τους αρχαίους φιλοσόφους και ποιητές και μας διαμόρφωσαν μία ελληνική ταυτότητα, και, συγχρόνως, μας ενέπνευσαν τα παγκόσμια ιδανικά της ειρήνης και της συναδέλφωσης των λαών. Αυτή η “ελληνοκεντρική” (ας την πούμε έτσι) διαπαιδαγώγηση δεν μας έβλαψε και δεν μας εμπόδισε καθόλου να κατανοήσουμε από παιδιά, ότι ο κόσμος είναι παγκόσμιος και ότι οι λαοί βρίσκονται σε μία αναγκαία συνεργασία και συνύπαρξη μεταξύ τους. Έτσι, μας μπόλιασαν την ελληνική παιδεία και κουλτούρα μαζί με την παγκόσμια λογοτεχνία του Σαίξπηρ, του Γκαίτε, του Ντοστογιέφσκι, του Ουγκώ και μας έμαθαν να σκεπτόμαστε, συγχρόνως, ελληνοκεντρικά αλλά και παγκόσμια.
Μας ενέπνευσαν, με άλλα λόγια, μία αντίληψη παγκοσμιότητας, όπου διάφοροι λαοί, διάφορες ταυτότητες, γλώσσες και κουλτούρες μπορούν να συνυπάρχουν και να συμβιώνουν, μέσα σε έναν κόσμο, λίγο-πολύ, ανταγωνιστικό και απροσδιόριστο. Και μολονότι την εθνική ταυτότητα και τη μητρική γλώσσα δεν την επιλέγει κανείς (εκτός αν αλλάξει υπηκοότητα), τα δύο αυτά στοιχεία (εθνική ταυτότητα και γλώσσα) αποτελούν, ίσως, τα σημαντικότερα στοιχεία της ιστορικής συνέχειας ενός λαού και ενός πολιτισμού. Αυτό, από την άλλη πλευρά, δεν αντιφάσκει, βέβαια, στο δικαίωμα και των άλλων λαών να αυτο-προσδιορίζονται ως προς τη δική τους γλώσσα και τον δικό τους πολιτισμό, αρκεί αυτή η στάση να μην υποκρύπτει επεκτατικές και ιμπεριαλιστικές διεκδικήσεις.
Η αναφορά αυτή στην ταυτότητα και στη γλώσσα δεν έχει απαραίτητα σχέση με τον εθνικισμό και τον ρατσισμό, ιδεολογίες που συχνά σερβίρονται ως αντίδοτο στην αντίληψη της ελληνικότητας, ως μία άλλη μορφή παγκοσμιότητας. Άλλωστε, οι ιδεολογίες είναι, εν πολλοίς, νοητικά κατασκευάσματα και εφευρίσκονται για να μπορεί η εκάστοτε εξουσία να χειραγωγεί τον λαό, σύμφωνα με τα δικά της ιδιοτελή συμφέροντα. Ιδιαίτερα οι αριστερές ιδεολογίες είναι εμποτισμένες με την αντίληψη (η οποία σκόπιμα συντηρείται), ότι ο κόσμος πρέπει απαραίτητα να χωρίζεται σε “αστούς” και “προλετάριους”, σε “προοδευτικούς” και “συντηρητικούς” και ούτω καθ΄ εξής, προκειμένου να χειραγωγείται η κοινή γνώμη και να ελέγχεται η συμπεριφορά και η σκέψη των ανθρώπων.
Στη δεκαετία του 1950 το εθνικό ζήτημα της διαπαιδαγώγησης της νεολαίας ήταν το κυπριακό, με τη γνωστή, τελικά, τραυματική εμπειρία και την εισβολή των Τούρκων στα Κυπριακά εδάφη. Σαράντα πέντε χρόνια μετά, το κυπριακό ζήτημα βρίσκεται ακόμη στην κόψη του ξυραφιού, ενώ, συγχρόνως, άλλα δόγματα, όπως οι “γαλάζιες πατρίδες”, αναφύονται στο πολιτικό στερέωμα. Η Ελλάδα, λίγο-λίγο, κατεδαφίζεται (γεω-στρατηγικά και οικονομικά), για να συρρικνωθεί (όπως εξελίσσονται τα πράγματα) στο προ-επαναστατικό της γεωγραφικό ενδιαίτημα. Και όλα αυτά με την υπογραφή μιας ψευδο-αριστερής κυβέρνησης. Για τα επόμενα χρόνια (ποιος ξέρει πόσα!) προβλέπεται η συζήτηση να περιστρέφεται γύρω από το μακεδονικό ζήτημα των Σκοπίων, το οποίο ξαναχώρισε τους Έλληνες σε “εθνικιστές- ακροδεξιούς” και σε “προδότες”. Η τέχνη του να κατασκευάζεις τον “εχθρό σου”, είναι η συγκολλητική ουσία του εθνικισμού και βρίσκεται πίσω από κάθε ακραία και ολοκληρωτική ιδεολογία.
Όλα αυτά τα ευτράπελα, και άλλα πολλά, ακούστηκαν στο ελληνικό κοινοβούλιο, το οποίο λειτουργεί, περίπου, όπως ο “τροχός της τύχης”. Κόμματα διαλύονται, βουλευτές απαλλοτριώνονται και πηδούν από κόμμα σε κόμμα, προκειμένου να βρουν μία στέγη, που θα τους εξασφαλίσει την επιτυχία στις επόμενες εκλογές. Πίσω από όλα αυτά, ένας λαός εθνικά ταπεινωμένος και οικονομικά καθημαγμένος, παρακολουθεί άναυδος την “παράσταση” και προσπαθεί να ξεχάσει τα τραύματά του. Και μολονότι γνωρίζει, εκ των προτέρων, ότι αυτός που του υπόσχεται τα περισσότερα είναι αυτός που του λέει τα μεγαλύτερα ψέματα, συνεχίζει να στέλνει στη βουλή τους πιο μέτριους και ανεπαρκείς. Ποτέ άλλοτε το ελληνικό κοινοβούλιο (με ή χωρίς μνημόνια) δεν είχε συσσωρεύσει τόση αλαζονική ανεπάρκεια και μετριότητα ανθρώπων, που νομοθετούν και καθορίζουν την τύχη της Ελλάδας και των παιδιών μας. Μία Ελλάδα που συνεχώς ψαλιδίζεται η αξιοπρέπειά της και η εθνική της υπερηφάνεια. Μία Ελλάδα που τρώει τα ίδια τα παιδιά της. Αυτή, σίγουρα δεν είναι η Ελλάδα των ονείρων μας.
* Ο κ. Δημήτρης Τσαρδάκης, είναι διδάκτωρ φιλοσοφίας του πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης και ομότιμος καθηγητής του πανεπιστημίου Πατρών.