Τώρα που καταλάγιασε ο αντίκτυπος από τη νέα συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της, είναι καλό να δούμε κάποια στοιχεία που ισχύουν για την κατάσταση της οικονομίας μας σήμερα και που δείχνουν ότι ναι μεν έχει υπάρξει μια σταθεροποίηση, αλλά απέχουμε αρκετά από το να μπούμε σε ένα αναπτυξιακό μονοπάτι που θα μας οδηγήσει σε σύντομο χρονικό διάστημα στα επίπεδα προ κρίσης (2008- 2009).
Καταρχήν στα θετικά συγκαταλέγονται κάποιες εξελίξεις που έχουν συμβεί αθόρυβα το τελευταίο διάστημα στην οικονομία και που κατά συνέπεια μας δείχνουν ότι όλα όσα έχουμε υποστεί τα τελευταία χρόνια δεν ήταν μάταια. Έτσι, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό think tank Bruegel, η αγορά εργασίας στην Ελλάδα δείχνει να ανακάμπτει, ιδιαίτερα σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας, όπως είναι αυτός του εμπορίου, μεταφορών και τουρισμού που απασχόλησε 7,4% περισσότερο εργατικό δυναμικό το 1ο τρίμηνο του 2017 σε σχέση με τρία χρόνια πριν. Πρόκειται για μια θετική εξέλιξη, αφού πρόκειται για έναν κλάδο που σε σημαντικό βαθμό φέρνει έσοδα από το εξωτερικό. Από την άλλη πλευρά, δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε το γεγονός ότι και ο δημόσιος τομέας έχει συμβάλλει σημαντικά στην ανάκαμψη της αγοράς εργασίας με αυξημένο αριθμό προσλήψεων παρά τις δηλώσεις περί του αντιθέτου.
Όμως αυτή η ανάκαμψη της αγοράς εργασίας δεν αρκεί για την επαναφορά της Ελληνικής οικονομίας στα επίπεδα προ κρίσης, προσθέτοντας σε αυτό το σημείο και τον παράγοντα χρόνο που πλέον έχει ειδική σημασία λόγω της μεγάλης διάρκειας που η χώρα βρίσκεται σε ύφεση. Σε αυτό το πλαίσιο είναι απόλυτη ανάγκη να υιοθετηθούν πολιτικές ενθάρρυνσης των ιδιωτικών επενδύσεων, αφού σύμφωνα με την Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2016 – 2017 της Τράπεζας της Ελλάδος οι ακαθάριστες επενδύσεις κεφαλαίου του ιδιωτικού τομέα έχουν συρρικνωθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία από 21% του ΑΕΠ το 2006 σε 7% του ΑΕΠ το 2016 σε τρέχουσες τιμές. Σε αυτή την κατάσταση θα πρέπει να προσθέσουμε και τη σημαντική, παράλληλα, συρρίκνωση της συνολικής χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα, από 34% του ΑΕΠ το 2006 σε 2% του ΑΕΠ το 2016 σε τρέχουσες τιμές, γεγονός που καταδεικνύει τη σημασία ορθής και υγειούς λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος.
Έτσι, ως αποτέλεσμα μείωσης των επενδύσεων εκ μέρους του ιδιωτικού τομέα έχει δημιουργηθεί ένα επενδυτικό κενό περίπου 6,5 δισ. ευρώ ή 3,6% του ονομαστικού ΑΕΠ, που για να καλυφθεί θα χρειαστούν έξι χρόνια, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος.
Για να επανέλθουμε όμως στα αποτελέσματα της συμφωνίας μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της, η Ελληνική Κυβέρνηση ναι μεν εξασφάλισε ένα σημαντικό ποσό για την κάλυψη των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων της, ανέλαβε όμως δεσμεύσεις όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού (βλ. υψηλά πλεονάσματα για πολλά χρόνια) που με βάση και την τρέχουσα δομή και λειτουργία της οικονομίας δεν ευνοούν την προσπάθεια επίτευξης υψηλών αναπτυξιακών ρυθμών. Πράγματι, όπως αναφέρει και η 5η Ενδιάμεση Έκθεση του Γραφείου του Προϋπολογισμού του Κράτους το υψηλό εξωτερικό χρέος επιδρά αρνητικά στην προσπάθεια αύξησης του ΑΕΠ, αφού υπάρχει αρνητική στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ χρέους και ανάπτυξης (μείωση του ρυθμού ανάπτυξης του κατά κεφαλήν πραγματικού ΑΕΠ κατά περίπου 3% σε ετήσια βάση).
Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι ακόμα δεν έχει επιτευχθεί το ζητούμενο της ισχυρής ανάπτυξης, που θα δώσει λύσεις σε πολλά από τα μακροοικονομικά και λογιστικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας με κύρια αιτία την περιθωριοποίηση του ιδιωτικού τομέα. Όμως βλέπουμε ότι ως χώρα δεν έχουμε αυτή την πολυτέλεια, αφού ναι μεν η Ελληνική οικονομία σταθεροποιήθηκε σε κάποια χαμηλά και καταφέρνει να ανακάμψει αμυδρά σε συγκεκριμένους τομείς, από την άλλη η επενδυτική ανάκαμψη εκ μέρους του ιδιωτικού τομέα φαίνεται να αποτελεί τη λύση για την επίτευξη των μακροοικονομικών δεσμεύσεων μας. Απομένει στη Κυβέρνηση να βρει την κατάλληλη πολιτική γι’ αυτό.
-Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Σύμβουλος Επιχειρήσεων”- Πάτρα, 07.07.2017, αρ. φύλλου 1014
Γράφει: Ο κ. Λαυρέντιος Βασιλειάδης είναι Διδάκτωρ Περιφερειακής