Με τη συμφωνία της Μάλτας μεταξύ της Ελληνικής Κυβέρνησης και των Θεσμών- Δανειστών, φαίνεται ότι δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση της β΄ αξιολόγησης. Βέβαια, η εμπειρία από τη μέχρι τώρα σχέση μεταξύ των δύο πλευρών μας έχει δείξει ότι μέχρι το Μάϊο όπου εκτιμάται ότι θα πραγματοποιηθεί το κρίσιμο Eurogroup όλα είναι πιθανά, αφού μεσολαβεί η σχετική επίσκεψη των επιθεωρητών εκ μέρους των θεσμών.
Συνοπτικά, στη Μάλτα συμφωνήθηκαν μέτρα 1% του ΑΕΠ, με κύρια στόχευση την περικοπή συντάξεων, με χρόνο εφαρμογής το 2019 και άλλου 1% του ΑΕΠ, με κύρια στόχευση τη μείωση του αφορολόγητου, με χρόνο εφαρμογής το 2020. Τα δύο αυτά μέτρα από μόνα τους είναι συνολικού ύψους € 3,6 δις, που θα έρθουν να προστεθούν στις ήδη συμφωνηθείσες και εφαρμοζόμενες υποχρεώσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης. Ταυτόχρονα, υπήρξε μια γενικόλογη συμφωνία όσον αφορά τη λήψη νομοθετικών αναπτυξιακών πρωτοβουλιών εκ μέρους της Ελληνικής Κυβέρνησης, υπό την προϋπόθεση ότι η οικονομία θα αποδώσει καλύτερα του αναμενόμενου.
Όμως ακόμα και μέσα από αυτή τη συμφωνία μπορούμε να διακρίνουμε το διαφορετικό «πνεύμα» στο οποίο κινούνται οι δύο πλευρές, γεγονός που δημιουργεί ανησυχίες για το μέλλον. Για παράδειγμα, αν διαβάσει κάποιος τις δηλώσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης και αυτές των θεσμών, διακρίνει εύκολα μια διαφορά που έχει να κάνει με τις μεταρρυθμίσεις. Ενώ οι Θεσμοί μέσω του Προέδρου του Eurogroup, κ. Jeroen Dijsselbloem, επιμένουν στην ανάγκη περαιτέρω σημαντικών μεταρρυθμίσεων, η Ελληνική Κυβέρνηση ρίχνει όλο το επικοινωνιακό (και όχι μόνο) βάρος στα αντισταθμιστικά μέτρα.
Ένα ενθαρρυντικό στοιχείο πάντως είναι η πίεση που πλέον υπάρχει στους θεσμούς (κανονικά αντίστοιχή πίεση θα έπρεπε να υπήρχε και στην Ελληνική πλευρά- κυβέρνηση και αντιπολίτευση) όσον αφορά το γεγονός ότι το Ελληνικό πρόγραμμα δεν τα έχει πάει καθόλου καλά στη διάρκεια των οκτώ (8) ετών εφαρμογής, γεγονός που δημιουργεί συνθήκες για διευθέτηση της βιωσιμότητας του Ελληνικού χρέους (εκτιμώ ότι είναι παρακινδυνευμένο να πω εντός του 2017).
Πάντως, είναι προφανές ότι για μια ακόμη φορά όλο το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής θα πέσει στους μισθωτούς και συνταξιούχους, οι οποίοι και λόγω της φύσης των εισοδημάτων τους εγκλωβίζονται οριστικά και για πολλά χρόνια σε ένα χαμηλό επίπεδο διαβίωσης, αφού ούτε το κράτος θα μπορέσει να δώσει μεγαλύτερες συντάξεις ή μισθούς (στους δημοσίους υπαλλήλους), αλλά ούτε και ο ιδιωτικός τομέας να δημιουργήσει επαρκείς συνθήκες ανάπτυξης, και άρα εσόδων, ένα τμήμα των οποίων θα μπορούσαν να καρπωθούν οι εργαζόμενοι με τη μορφή αύξησης των μισθών τους.
Τα παραπάνω συμπεράσματα δείχνουν ότι η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα μακριά από την πραγματική στιγμή εξόδου της κρίσης, αφού ακόμα και αν υπάρξει κάποιος χαμηλός ρυθμός ανάπτυξης τα επόμενα δύο χρόνια- με βάση τις τρέχουσες πολιτικές είναι αδύνατο να περιμένουμε κάτι πιο αισιόδοξο- τα όποια οφέλη θα περιοριστούν από την εφαρμογή των μέτρων που θα εφαρμοστούν την περίοδο 2019- 2020.