Της Νένας Μαλλιάρα
Στο “χειρουργικό” τραπέζι βάζουν 55 μεγάλες επιχειρήσεις, αρχής γενοµένης από τον επόµενο μήνα, οι τράπεζες, προχωρώντας σε οριστικές λύσεις προβλημάτων υπερχρέωσης που μέχρι τώρα αντιμετωπίζονταν µε “ασπιρίνες”. Πρόκειται για επιχειρήσεις πρώτης προτεραιότητας από ένα σύνολο μεγάλων µη εξυπηρετούµενων επιχειρηµατικών ανοιγµάτων άνω των 10 δισ. ευρώ, µε ταυτόχρονη έκθεση σχεδόν και στις τέσσερις συστηµικές τράπεζες και προερχόµενα από τους κλάδους των κατασκευών, της βιοµηχανίας, των ξενοδοχείων, της ναυτιλίας, των τροφίµων, του αυτοκινήτου και του εµπορίου.
Το “µαχαίρι µπαίνει στο κόκκαλο” και οι εξελίξεις στο μέτωπο των “κόκκινων” επιχειρηματικών δανείων επιταχύνονται από την άφιξη της επικεφαλής του SSM, Ντανιέλ Νουί, την ερχόμενη Τρίτη στην Αθήνα και την επίτευξη της συµφωνίας κυβέρνησης-“θεσµών” για τον εξωδικαστικό συµβιβασµό.
Οι δύο συγκυρίες ανοίγουν την αυλαία για µια χωρίς προηγούµενο “βίαιη” εκκαθάριση των προβληµατικών επιχειρηµατικών χαρτοφυλακίων των τραπεζών, αίροντας και τους τελευταίους δισταγµούς τους να προχωρήσουν στην “εκτέλεση” επιχειρήσεων χωρίς προοπτική βιωσιµότητας και στη “χειρουργική” αναδιάρθρωση του δανεισµού των βιώσιµων.
Αν και παραµένει ακόµη σε εκκρεµότητα η νοµοθέτηση του ακαταδίωκτου των τραπεζικών στελεχών και των δηµόσιων λειτουργών για τις αποφάσεις τους σχετικά µε αναδιαρθρώσεις δανείων, “κουρέµατα” οφειλών και πτωχεύσεις εταιρειών, από τον Απρίλιο αναµένονται τα πρώτα δείγµατα της µαζικότερης δράσης των τραπεζών.
Και αυτό, διότι το σχέδιο των τραπεζών, το οποίο θα εκθέσουν στην Ντανιέλ Νουί, απαντώντας στις αναµενόµενες έντονες συστάσεις του SSM για ανάληψη µεγαλύτερης και ταχύτερης δράσης στο µέτωπο της µείωσης των NPLs, προβλέπει ότι µέχρι τα τέλη του έτους µε µέσα του επόµενου οι τράπεζες θα έχουν αναδιαρθρώσει το µεγαλύτερο µέρος του “πορτοκαλί” χαρτοφυλακίου τους και θα έχουν δροµολογήσει ρευστοποιήσεις για το “κόκκινο”.
Πρόκειται για ένα σχέδιο που δροµολογεί καταιγισµό επώδυνων επιχειρηµατικών αποφάσεων, µε επιπτώσεις στο µέτωπο της ανεργίας και µε κατάλυση των σχέσεων τραπεζών-επιχειρηµατιών χάρη στις οποίες διατηρήθηκαν όλα τα προηγούµενα χρόνια εν ζωή επιχειρήσεις χωρίς προοπτικές ανάκαµψης και βιωσιµότητας. Πρόκειται ουσιαστικά για το σηµείο καµπής, στο οποίο αίρονται όλα τα άλλοθι και θα παρθούν σκληρές αποφάσεις, έστω και αν αυτές θα αφορούν χιλιάδες νέους ανέργους.
Τον µηχανισµό των εξελίξεων που αναµένονται “πυροδοτούν” τα ανησυχητικά στοιχεία για την υποχώρηση των εξαγωγών και την αύξηση των εισαγωγών, τα οποία πιστοποιούν τον αρνητικό αντίκτυπο των καθυστερήσεων των τελευταίων 2-3 ετών για τις επιχειρήσεις. Σηµειώνεται ότι τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2016 καταγράφουν πτώση 2% στις εξαγωγές σε όρους όγκου, αλλά και µείωση των επενδύσεων κατά 0,8% και της κρατικής κατανάλωσης κατά 2,1%.
Το σχέδιο δράσης
Οι τραπεζίτες τονίζουν στο “Κ” ότι πλέον οι τράπεζες έχουν φύγει από τη λογική που ακολουθούσαν µέχρι και το 2013, µεταθέτοντας τις επώδυνες λύσεις και το πρόβληµα για αργότερα. Πλέον, τα συσσωρευµένα µη εξυπηρετούµενα δάνεια των µεγάλων επιχειρήσεων έρχονται σε πρώτο πλάνο και σηµατοδοτούν ένα γενναίο “ξεκαθάρισµα” της επιχειρηµατικής αγοράς το προσεχές διάστηµα.
Όπως αναφέρουν, από τα µη εξυπηρετούµενα επιχειρηµατικά δάνεια που βρίσκονται στις εσωτερικές “Μονάδες Αποκατάστασης” των τραπεζών, το 50% είναι βιώσιµα. Για το υπόλοιπο 50% οι τράπεζες, µέχρι και σήµερα, προσπαθούσαν να “αγοράσουν χρόνο”, αναµένοντας να ανακάµψει η οικονοµία.
Για το βιώσιµο 50% των επιχειρήσεων που δεν µπορούν να εξυπηρετήσουν το χρέος τους, οι τράπεζες θα αναζητήσουν νέους επενδυτές. Το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει “κούρεµα” των χρεών, το οποίο, όµως, “δεν θα γίνει δώρο στους επιχειρηµατίες-ιδιοκτήτες των υπερχρεωµένων επιχειρήσεων”, καθώς αυτό θα συνιστούσε αδικία και στρέβλωση για τους ανταγωνιστές τους που εξυπηρετούν τα δάνειά τους.
Στο πλαίσιο αυτό, οι βιώσιµες υπερχρεωµένες επιχειρήσεις θα πρέπει ή να εξαγοραστούν ή να συγχωνευθούν. Οι συγχωνεύσεις φαίνεται να αποτελούν το αρχικό ζητούµενο στον σχεδιασµό των τραπεζών, καθώς διαβλέπουν την ανάγκη δηµιουργίας µεγαλύτερων επιχειρηµατικών σχηµάτων. Και αυτό, διότι διαπιστώνεται πως ένα από τα µεγαλύτερα προβλήµατα της κρίσης που αντιµετωπίζουν σήµερα οι επιχειρήσεις προέρχεται από το γεγονός ότι στις δεκαετίες του 1990 και του 2000 στήθηκαν πολλές επιχειρήσεις, µε σωστές υποδοµές και µε πωλήσεις, µόνο όµως εντός Ελλάδας. Με την κρίση, οι εταιρείες αυτές, που είχαν δανειστεί για την ανάπτυξή τους, “βούλιαξαν” διότι στηρίζονταν αποκλειστικά στην εγχώρια ζήτηση, η οποία υποχώρησε, ακολουθώντας την πτώση της κατανάλωσης. Εάν οι επιχειρήσεις αυτές έκαναν πωλήσεις και στο εξωτερικό –κάτι που θα προϋπέθετε να έχουν µεγαλύτερο µέγεθος–, θα µπορούσαν να είχαν αντιµετωπίσει καλύτερα τις επιπτώσεις της κρίσης.
Έτσι, λοιπόν, η δηµιουργία επιχειρήσεων µεγαλύτερου µεγέθους µέσω συγχωνεύσεων αποτελεί προτεραιότητα στον σχεδιασµό των τραπεζών για τις αναδιαρθρώσεις επιχειρηµατικών δανείων. Συγχωνεύσεων ωστόσο, που, όπως τονίζουν οι τραπεζίτες, θα σχεδιαστούν έτσι ώστε να µη δηµιουργούν µονοπώλια στην αγορά.
Η επιλογή των εξαγορών υπερχρεωµένων επιχειρήσεων φαίνεται να έρχεται στην πράξη σε δεύτερο χρόνο. Πάντως, είναι χαρακτηριστικό ότι οι ξένοι υποψήφιοι αγοραστές, οι οποίοι αφθονούσαν το 2014 και έκτοτε είχαν εξαφανιστεί, επανεµφανίζονται σταδιακά.
Ξεκινώντας το µεγάλο εγχείρηµα της µείωσης των “κόκκινων” δανείων και της εξυγίανσης του επιχειρηµατικού τοπίου, οι τραπεζίτες προαναγγέλλουν ένα επίπονο κοντινό µέλλον, στο οποίο εταιρείες θα πεθάνουν και άλλες θα αναµορφωθούν πλήρως. Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά, οι επιχειρήσεις που θα διασωθούν, τα επόµενα χρόνια, θα βιώσουν τον κύκλο αλλαγών και εξυγίανσης που βίωσαν πρώτες οι τράπεζες: αρχικά συγχωνεύσεις και εξαγορές και στη συνέχεια αλλαγές στο µάνατζµεντ (η φάση που άνοιξε για τις τράπεζες µετά την ανακεφαλαιοποίησή τους και ολοκληρώθηκε ουσιαστικά αυτή την εβδοµάδα µε το κλείσιµο της εκκρεµότητας του διευθύνοντος συµβούλου στην Τράπεζα Πειραιώς).
Σηµειώνεται ότι για τον καλύτερο και ταχύτερο συντονισµό τους στην αντιµετώπιση των µεγάλων επιχειρηµατικών ανοιγµάτων τους οι τράπεζες έχουν επιλέξει ως σύµβουλο την ΕΥ.
Η µελέτη του ΤΧΣ
Σηµειώνεται ότι µια αρχική πρόταση για το πώς θα µπορούσαν να κινηθούν οι τράπεζες στο µέτωπο των µεγάλων επιχειρηµατικών ανοιγµάτων τους είχε δώσει η µελέτη της McKinsey που είχε εκπονηθεί για λογαριασµό του ΤΧΣ επί διοίκησης Α. Ξενόφου. Η µελέτη αυτή είχε εκπονηθεί προκειµένου να αποτελέσει βασικό εργαλείο για το πώς θα προχωρήσουν οι τράπεζες στη διαχείριση των µη εξυπηρετούµενων µεγάλων επιχειρηµατικών δανείων και έφερνε στο προσκήνιο µη εξυπηρετούµενα δάνεια 4,5 δισ. ευρώ από 5 κλάδους της οικονοµίας.
Πρόκειται για δάνεια επιχειρήσεων, µε συνολικό δανεισµό 7,5 δισ. ευρώ, από τους τοµείς του τουρισµού, των τροφίµων και ποτών, της υγείας και φαρµάκων, των µεταφορών και των ιχθυοκαλλιεργειών, στα οποία υπάρχουν περιθώρια παρεµβάσεων για αναδιαρθρώσεις.
Τα συγκεκριµένα µεγάλα “κόκκινα” επιχειρηµατικά δάνεια αποτελούν µέρος ενός υποσυνόλου δανείων που ανήκουν σε 21 επιχειρηµατικούς κλάδους, αυξηµένης σπουδαιότητας για την οικονοµία δεδοµένων της συµβολής τους στην προστιθέµενη αξία του ΑΕΠ, της επίπτωσής τους στην απασχόληση και του χαρακτήρα τους (εξαγωγικού ή µη).
Ευρύτερα, βάσει της µελέτης της McKinsey, 168 όµιλοι µε 820 επιχειρήσεις, οι οποίοι έχουν περίπου 11 δισ. ευρώ µη εξυπηρετούµενα ανοίγµατα επί συνολικής δανειακής έκθεσης περίπου 15 δισ. ευρώ, θα µπορούσαν να υπαχθούν στο εύρος εφαρµογής του µηχανισµού των τραπεζών που προτείνει ο οίκος για τις αναδιαρθρώσεις.
Σηµειώνεται ότι η µελέτη της McKinsey αφορά επιχειρήσεις µε τζίρο άνω των 20 εκατ. ευρώ και µε µη εξυπηρετούµενα ανοίγµατα άνω των 10 εκατ. ευρώ.
Το αρχικό της δείγµα αφορά περίπου 1.200 µεγάλους οµίλους, µε δανεισµό 36 δισ. ευρώ, εκ του οποίου µη εξυπηρετούµενα δάνεια 20 δισ. ευρώ. Ωστόσο, το τελικό νούµερο των περίπου 170 οµίλων στους οποίους µπορεί να βρει εφαρµογή το προτεινόµενο µοντέλο του συντονιστικού µηχανισµού των τραπεζών προκύπτει από τα “φίλτρα” αξιολόγησης που έβαλε η McKinsey ώστε να καθορίσει την τελική δυνητική περίµετρο του έργου. Έτσι, εξαίρεσε υγιείς επιχειρήσεις, επιχειρήσεις µε δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 2 ετών και αυτές των οποίων τα δάνεια έχουν καταγγελθεί ή βρίσκονται στη δικαστική οδό, καταλήγοντας στις προβληµατικές επιχειρήσεις µε δυνατότητα αναδιάρθρωσης.
Οι µεσαίες επιχειρήσεις
Επεκτείνοντας το σχέδιο δράσης για τη µείωση των “κόκκινων” επιχειρηµατικών ανοιγµάτων τους, οι τράπεζες σχεδιάζουν, σύµφωνα µε πληροφορίες του “Κ”, και κοινό φορέα διαχείρισης για τα προβληµατικά δάνεια των µεσαίων επιχειρήσεων.
Σύµφωνα µε τις πληροφορίες, ο σχεδιασµός των τραπεζών προβλέπει τη δηµιουργία ενός κοινού διαχειριστή (servicer) και από τις τέσσερις συστηµικές τράπεζες, ο οποίος θα καλύψει το κενό ενδιαφέροντος από τις εταιρείες διαχείρισης NPLs, οι οποίες ενδιαφέρονται µόνο για τα “κόκκινα” δάνεια των µεγάλων επιχειρήσεων και τα δάνεια της λιανικής τραπεζικής (στεγαστικά, καταναλωτικά).
Μένοντας εκτός της “ατζέντας” των εταιρειών διαχείρισης, τα δάνεια προς υπερχρεωµένες µεσαίου µεγέθους επιχειρήσεις θα πρέπει να τύχουν συνολικής αντιµετώπισης από τις τράπεζες, καθώς αποτελούν ενιαίο και δύσκολο πρόβληµα. Παράλληλα, πρόκειται για δάνεια που δεν µπορούν να ενταχθούν στη στρατηγική αντιµετώπισης που θα ακολουθηθεί για τα µη εξυπηρετούµενα ανοίγµατα των µεγάλων επιχειρήσεων. Και αυτό, διότι πρόκειται για δάνεια επιχειρήσεων µε δανεισµό από 5 έως 20 εκατ. ευρώ η καθεµία, στα οποία εµπλέκονται όλες οι τράπεζες σε κάθε περίπτωση, µε ποσά δανεισµού 1-2 εκατ. ευρώ τουλάχιστον ανά συµµετοχή.
Η “διανοµή” αυτή εµποδίζει την ταχύτητα και την αποτελεσµατικότητα συντονιστικού µηχανισµού επίλυσης µε µία “πρωταγωνίστρια” τράπεζα, όπως θα συµβεί µε τα µεγάλα µη εξυπηρετούµενα επιχειρηµατικά ανοίγµατα, επιβαρύνοντας το εγχείρηµα αντιµετώπισης των µεσαίων µη εξυπηρετούµενων ανοιγµάτων µε “πολύ κόπο, πολλά έξοδα και λίγο ζουµί”. Κατόπιν αυτού, το ζήτηµα της αντιµετώπισης των προβληµατικών µεσαίων επιχειρήσεων θα καλυφθεί µε τη δηµιουργία servicer µε τη βοήθεια των τραπεζών.
Όπως αναφέρουν τραπεζίτες στο “Κ”, το 20% των υπερχρεωµένων µεσαίων επιχειρήσεων από το σύνολο όσων έχουν πρόβληµα εξυπηρέτησης του δανεισµού τους κρίνονται µη βιώσιµες. Ειδικά, µάλιστα, τη στιγµή που τα σηµάδια για την κατανάλωση είναι απογοητευτικά, προµηνύοντας πολύ δύσκολο µέλλον και για τις µεσαίου µεγέθους επιχειρήσεις, οι οποίες αναγκαστικά θα πρέπει να διευρύνουν το πεδίο των αγορών τους µέσω συγχωνεύσεων.
Επί συνόλου δανείων 39,2 δισ. ευρώ προς ΜµΕ, το 59,9% συνιστούν NPEs.
Αναδημοσίευση από το “Κεφάλαιο” που κυκλοφορεί.