Μία από τις σημαντικότερες εκθέσεις στη διάρκεια της πολύχρονης διαδρομής της θα φιλοξενήσει η Δημοτική Πινακοθήκη Πατρών . Η Δημοτική Πινακοθήκη Πατρών σε συνεργασία με το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης εγκαινιάζει στις 8.00 το βράδυ της Τετάρτης 22 Μαρτίου, την έκθεση «Μέμος Μακρής – Από την Αθήνα στο Παρίσι 1934 – 1950». Η έκθεση θα διαρκέσει έως και το Σάββατο 29 Απριλίου.
Ο Μέμος Μακρής (1913–1993) γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Πάτρα. Το 1919, η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα. Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους γλύπτες του β΄ μισού του 20ού αιώνα.
Τέκνο μιας γενιάς η οποία ονομάστηκε και σημαδεμένη γενιά, δικαίως χαρακτηρίστηκε ως ο σημαντικότερος από τους παραστατικούς Έλληνες γλύπτες, ποιητής της ύλης, διεθνιστής καλλιτέχνης, μεγάλος δημιουργός, ακούραστος αγωνιστής της ειρήνης.
Τα γλυπτά του Μέμου Μακρή κλείνουν μέσα τους την καρδιά και τις ελπίδες μας. Τα έργα του παραμένουν σύμβολα, όχι ενός ανθρώπου, αλλά μιας κοινωνικής δύναμης, του ήρωα λαού, που έχει μνήμη και ιδανικά, που μένει πιστός στο νόημα της αντίστασης στη φασιστική βαρβαρότητα και την καταπίεση κάθε παλιάς και νέας μορφής.
Ο Μακρής κατάφερε να εκφράσει με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο το όραμα για έναν καλύτερο κόσμο, χωρίς εκμετάλλευση και αδικία. Το όραμα αυτό, διεθνές, πανανθρώπινο, χωρίς να γνωρίζει σύνορα και πατρίδες, έγινε για τον γλύπτη γλώσσα καλλιτεχνική, με γνώμονα και μοναδικό θέμα τον άνθρωπο. Τον άνθρωπο σαν αξία και σαν ιδανικό.
Πέρασε τη μακράν πιο δημιουργική του φάση εξόριστος, εγκλωβισμένος καλύτερα, στη μεταπολεμική Ουγγαρία, σε μια ιστορική περίοδο κατά την οποία η ανατολικοευρωπαϊκή χώρα αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του λεγόμενου Ανατολικού Μπλοκ. Η σημασία του Μακρή για την ουγγρική τέχνη παραμένει τεράστια. Ήταν ένας ξένος από τη μακρινή Ελλάδα, που βρέθηκε εκεί απρόσμενα, το 1950, διωγμένος όχι από τη χώρα του, τη σπαρασσόμενη από τις επιπτώσεις ενός αιματηρού εμφυλίου πολέμου, αλλά από τη “δημοκρατική” Γαλλία, όπου σπούδαζε με υποτροφία του γαλλικού κράτους από το 1945. Έτσι, ο «ξένος» κατάφερε να γίνει ένας από τους σπουδαιότερους «Ούγγρους» γλύπτες του 20ού αιώνα, μολονότι ποτέ δεν ζήτησε και ποτέ δεν έλαβε την ουγγρική υπηκοότητα, παραμένοντας ένας «άπατρις» Έλληνας.
Στόχος της έκθεσης είναι να φωτιστεί η πρώιμη καλλιτεχνική δημιουργία του Μέμου Μακρή, της περιόδου μεταξύ Αθήνας και Παρισιού, δηλαδή τη δεκαπενταετία από το 1934, οπότε και ο νεαρός καλλιτέχνης ξεκινά τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, έως το 1950, όταν εγκαθίσταται οριστικά στη Βουδαπέστη.
Αφορμή για την φιλοξενία της έκθεσης στη Δημοτική Πινακοθήκη Πατρών , στάθηκε η ανακάλυψη μιας σειράς σχεδίων του Μέμου Μακρή από τη Σχολή Καλών Τεχνών, και κυρίως από την περίοδο της Κατοχής, στα κατάλοιπα της πρόσφατα εκλιπούσας ζωγράφου Ελένης Σταθοπούλου (1915–2016), με την οποία ο γλύπτης συνδεόταν αισθηματικά από τα χρόνια των σπουδών του και έως το 1948, οπότε γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του, τη Σερβογαλλίδα Ζιζή Σίρνιτς.
Η σημασία αυτών των περίπου τριάντα φύλλων είναι κομβική για το έργο του Μακρή, δεδομένου ότι πρόκειται για τα μοναδικά σχέδιά του που σώζονται, αφού δεν μας είναι γνωστές μετέπειτα ζωγραφικές του προσπάθειες. Παράλληλα με τα λιγοστά σχέδια συγκεντρώνονται στην έκθεση και αρκετά από τα γλυπτικά έργα του Μακρή που χρονολογούνται στα χρόνια αυτά και συγκροτούν την πρώτη φάση της δημιουργίας του. Μιας δημιουργίας που στην αθηναϊκή περίοδο καθορίζεται τόσο από τις σπουδές του στην ΑΣΚΤ όσο κυρίως από το παράδειγμα του Θανάση Απάρτη, ενώ στο Παρίσι χαρακτηρίζεται από την επιρροή των εκεί δασκάλων του (Ανρί Λωράν,, Μαρσέλ Ζιμόν) αλλά και των πληθωρικών ερεθισμάτων της καλλιτεχνικής μητρόπολης.