Όρος ιατρικός αλλά καθόλου άγνωστος. Μια ουσία συνδυασμένη με την επιβάρυνση της υγείας μας και με τις κακές διατροφικές μας συνήθειες. Συνδυασμένη με υποχρεωτικές δίαιτες και με την αγωνία για τις τιμές της όταν κάνουμε αιματολογικό check up. Ο λόγος φυσικά για τη χοληστερίνη, μία λέξη που για πολλούς από μας ανήκει στο καθημερινό μας λεξιλόγιο κι αν όχι πάντα υπάρχει το άγχος μήπως και η διαπίστωση σε κάποια εξέταση, της αύξησής της μας υποβάλλει σε περιορισμούς τους οποίου και δεν θα θέλαμε.
Τι είναι όμως η χοληστερίνη ή καλύτερα οι όροι «χοληστερόλη» με βάση τις τιμές της στο αίμα, προσδιορίζεται;
Η χοληστερόλη, λοιπόν, είναι μια φυσική ουσία με κηρώδη σύσταση, η οποία προέρχεται από τον ίδιο τον οργανισμό αλλά και από τις τροφές που προσλαμβάνουμε. Μεταφέρεται μέσω της κυκλοφορίας του αίματος, και υπάρχει σε όλα τα κύτταρα, καθώς είναι απαραίτητη στον οργανισμό μας, συμβάλλοντας μεταξύ άλλων και για το σχηματισμό κυτταρικών μεμβρανών όπως και για τη σύνθεση ορμονών. Ο ανθρώπινος οργανισμός παράγει το μεγαλύτερο μέρος της ποσότητας χοληστερόλης στο ήπαρ, ενώ η ποσότητα που λαμβάνουμε από την τροφή είναι πολύ μικρότερη.
Οι βασικοί τύποι χοληστερόλης είναι δύο:
1.η χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη (LDL χοληστερόλη), η οποία μεταφέρει τη χοληστερόλη από το ήπαρ προς τα άλλα κύτταρα του σώματος και
2.η υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη (HDL χοληστερόλη), η οποία κάνει το αντίθετο, δηλαδή απομακρύνει τη χοληστερόλη από την κυκλοφορία και την επιστρέφει στο ήπαρ και είναι η λεγόμενη και καλή χοληστερόλη τις οποία τα επίπεδα θέλουμε να είναι υψηλά στο αίμα.
Η LDL-C που είναι είναι ευρύτερα γνωστή ως η «κακή χοληστερόλη, αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της χοληστερόλης του σώματος και τα υψηλά επίπεδά της στο αίμα οδηγούν στη δημιουργία αθηρωματικών πλακών στις αρτηρίες, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος απόφραξής τους (αθηρωματική αγγειακή νόσος).
Για ένα φυσιολογικό άτομο η LDL-C δεν θα πρέπει να ξεπερνά το επίπεδο των 130 mg/dL (ίσως και λίγο παραπάνω ανάλογα με το οργανισμό). Σε αντίθετη περίπτωση υπολογίζοντας και άλλου δείκτες θα πρέπει ένας άνθρωπος να ακολουθήσει υπολιπιδαιμική αγωγή, προκειμένου να μειώσει τις τιμές της LDL-C. Βασική μέθοδος είναι φυσικά η καλή διατροφή και η άσκηση αλλα πολλές φορές αυτό δεν είναι αρκετό και απαιτείται η αγωγή.
Για τους περισσότερους ενήλικες που βρίσκονται υπό υπολιπιδαιμική αγωγή, ο στόχος της LDL-C είναι λιγότερο από 100 mg/dL . Αν όμως ένα άτομο έχει παράλληλα και άλλες παθήσεις, όπως σακχαρώδη διαβήτη, στεφανιαία νόσο, ή έχει υποστεί ήδη κάποιο καρδιακό επεισόδιο, τότε σύμφωνα με τις Ευρωπαϊκές και Ελληνικές Κατευθυντήριες Οδηγίες, ο συνιστώμενος θεραπευτικός στόχος της LDL-C είναι κάτω από 70 mg/dL ή μείωση της LDL-C κατά τουλάχιστον 50%.
Βασικές αίτιες της υψηλής LDL χοληστερόλης, είναι η κακή διατροφή, το αυξημένο σωματικό βάρος και γενικότερα επιβαρυντικές για την υγεία συνήθειες όπως το κάπνισμα και η απουσία άσκησης . Επίσης για ορισμένα άτομα με αυξημένη LDL χοληστερόλη, τα παραπάνω δεν αποτελούν τελικά τη βασική αιτία της κατάστασής τους καθώς υπάρχει και το ενδεχόμενο να πάσχουν από μια γενετική πάθηση που ονομάζεται οικογενής υπερχοληστερολαιμία.
Η υψηλή χοληστερόλη δεν προκαλεί άμεσα συμπτώματα, τα υψηλά όμως επίπεδα της LDL χοληστερόλης συνδέονται στενά με την υγεία της καρδιάς και των αγγείων και όταν αυξάνονται αυτά τα επίπεδα, αυξάνεται και ο καρδιαγγειακός κίνδυνος. Να μην ξεχνάμε δε ότι το 40% των θανάτων στην Ευρώπη προέρχεται από Τα καρδιαγγειακά νοσήματα
Όσο αυξάνονται τα επίπεδα της LDL-C, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου, ο οποίος σχετίζεται με την αθηρωματική νόσο – μια επικίνδυνη κατάσταση που αναπτύσσεται όταν η κακή LDL-χοληστερόλη, σε συνδυασμό με άλλες ουσίες που κυκλοφορούν στο αίμα δημιουργεί πλάκες (αθηρωματικές πλάκες) που συσσωρεύονται στις αρτηρίες. Η αθηρωματική πλάκα που αναπτύσσεται στο εσωτερικό μιας αρτηρίας, μπορεί να δυσχεράνει τη ροή του αίματος και σταδιακά να φράξει την αρτηρία. Επιπρόσθετα είναι δυνατόν να αποσπαστεί ένα κομμάτι της πλάκας προκαλώντας θρόμβο, ο οποίος μπορεί να φράξει ταχέως την αρτηρία. Αυτό ενδέχεται να οδηγήσει σε στηθάγχη, στεφανιαία νόσο, καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό επεισόδιο.
Θεωρείται λοιπόν επιβεβλημένος ο τακτικός έλεγχος των επιπέδων LDL-C ως βασική πρόληψη για την αποφυγή των προαναφερόμενων επιπτώσεων.
Σύμφωνα με τις αναθεωρημένες Κατευθυντήριες Οδηγίες της Ελληνικής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης για τη Διάγνωση και Αντιμετώπιση των δυσλιπιδαιμιών που δημοσιοποιήθηκαν πριν από ένα χρόνο, προληπτικές εξετάσεις θα πρέπει να κάνουν:
•Όλοι οι άντρες άνω των 40 ετών
•Όλες οι γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση
•Υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα με Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) πάνω από 27 (ΔΜΣ= Ύψος2 (m) x Βάρος (Kg)
•Άτομα με:
-Αθηρωματική νόσο ανεξάρτητα από την ηλικία ή τα κλινικά ευρήματα
-Σακχαρώδη διαβήτη ανεξάρτητα από την ηλικία
-Χρόνια νεφρική νόσο
-Οικογενειακό ιστορικό πρώιμης στεφανιαίας νόσου
-Υπέρταση
-Χρόνια φλεγμονώδη νοσήματα (λύκος, αρθρίτιδες κ.λπ.)
-Σεξουαλική δυσλειτουργία
•Καπνιστές
•Συγγενείς ατόμων με κληρονομικές διαταραχές λιπιδίων
•Παιδιά με κληρονομικό ιστορικό υπερλιπιδαιμίας ή καρδιαγγειακής νόσου ή άλλους παράγοντες κινδύνου από την ηλικία των 2 ετών.
•Όλα τα παιδιά ηλικίας 9-11 ετών και έφηβοι ηλικίας 17-21 ετών ανεξάρτητα από την παρουσία παραγόντων κινδύνου ή οικογενειακού ιστορικού. Οι γιατροί μας συνιστούν επανάληψη κάθε 5 χρόνια.
Πηγή: https://www.skai.gr
+ There are no comments
Add yours