Παραθέτω, λοιπόν, ό,τι ακριβώς προβλέπουν η συνθήκη Σένγκεν και τα
«παραρτήματά» της, η οποία, όπως το ευρώ, θεωρείται «ιερή αγελάδα»
από την κυβέρνηση και από τα υπόλοιπα μνημονιακά κόμματα της
«αντιπολίτευσης». Παράλληλα, όπως συνηθίζω να πράττω στα άρθρα μου,
πέραν της ανάλυσής μου, παραθέτω αυτούσια τα αυθεντικά κείμενα
(νόμους, συνθήκες, έγγραφα, κλπ), στα οποία αναφέρομαι, προκειμένου ο
αναγνώστης να έχει τη δυνατότητα να επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές.
Ειδικότερα:
Η συνθήκη Σένγκεν ή Κώδικας συνόρων του Σένγκεν υπεγράφη, ως αρχική
συμφωνία, το 1985στην κωμόπολη Σένγκεν του Λουξεμβούργου, από την
οποία και έλαβε την ονομασία της, με τη συμμετοχή πέντε μελών της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι της Γερμανίας, της Γαλλίας, του Βελγίου, της
Ολλανδίας και του Λουξεμβούργου. Έκτοτε, υπέστη τροποποιήσεις και το
τελικό κείμενό της διαμορφώθηκε με τους
αριθμ. 562/2006 και 1051/2013 Κανονισμούς του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2006 και της 22ας
Οκτωβρίου 2013, αντιστοίχως (SCHENGEN-1 και SCHENGEN-2). Η
Ελλάδα υπέγραψε τη συνθήκη, προσχωρώντας σ’αυτήν, το 1992 (επί
κυβερνήσεως Κων/νου Μητσοτάκη), την κύρωσε το 1997, με το
Νόμο2514/1997, και την έθεσε σε εφαρμογή το 2000 (επί
κυβερνήσεως Σημίτη / Τον επόμενο χρόνο – 2001 – εισήλθαμε και στην
Ευρωζώνη).
Ενώ, όμως, η αρχική μορφή της συνθήκης Σένγκεν δεν θα μπορούσε να
χαρακτηρισθεί ιδιαιτέρως επιβλαβής για τη χώρα μας, ωστόσο, με την
τελευταία τροποποίησή της το 2013, με τον Κανονισμό1051/2013 (επί
συγκυβερνήσεως Σαμαρά – Βενιζέλου – SCHENGEN-2), αλλά και με το
«παράρτημά» της, ήτοι με τον Κανονισμό 343/2003 (επί
κυβερνήσεως Σημίτη – ASYLO), η συνθήκη Σένγκεν κατέστη απολύτως
επιβλαβής για τη χώρα μας, όπως στη συνέχεια θα εξηγήσω. Οι ευθύνες
των ελληνικών κυβερνήσεων, που συνυπέγραψαν τις τροποποιήσεις και τα
«παραρτήματα», είναι τεράστιες και δεν έχουν καν αναδειχθεί, διότι έχουν
επιμελώς συγκαλυφθεί.
Βασικός σκοπός της συνθήκης Σένγκεν (SCHENGEN-1) ήταν και είναι η
ακώλυτη – ελεύθερη διακίνηση των πολιτών – υπηκόων των χωρών –
μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 20). Προβλέπει, ωστόσο,
διαδικασίες για την καλύτερη φύλαξη των εξωτερικών συνόρων της
Ένωσης, προκειμένου να καταπολεμηθεί η λαθρομετανάστευση (αυτός
είναι ο ορθός όρος, που χρησιμοποιείται στην πρώτη σελίδα της συνθήκης,
όπου και η αιτιολογική έκθεσή της – βλ. σελ. 1, περ. 6) και η εμπορία
ανθρώπων, αλλά και να προληφθεί κάθε απειλή κατά της εσωτερικής
ασφάλειας, της δημόσιας τάξης, της δημόσιας υγείας και των διεθνών
σχέσεων των κρατών μελών (βλ. άρθρο 12 παρ. 1).
Ως εσωτερικά σύνορα ορίζονται στη συνθήκη «α) τα κοινά χερσαία σύνορα,
περιλαμβανομένων των ποτάμιων και λιμναίων συνόρων, μεταξύ των
κρατών μελών, β) οι αερολιμένες των κρατών μελών για τις εσωτερικές
πτήσεις και γ) οι θαλάσσιοι, ποτάμιοι και λιμναίοι λιμένες των κρατών
μελών για τα τακτικά δρομολόγια οχηματαγωγών» (άρθρο 2 παρ. 1). Ως
εξωτερικά σύνορα ορίζονται στη συνθήκη «τα χερσαία, ποτάμια, λιμναία και
θαλάσσια σύνορα, καθώς και οι αερολιμένες και ποτάμιοι, θαλάσσιοι και
λιμναίοι λιμένες των κρατών μελών, εφόσον δεν αποτελούν εσωτερικά
σύνορα» (άρθρο 2 παρ. 2). Δικαιούχοι του κοινοτικού δικαιώματος της
ελεύθερης κυκλοφορίας μεταξύ των κρατών μελών είναι κυρίως οι πολίτες
της Ένωσης (άρθρο 2 παρ. 5α), ενώ ως υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος
δεν έχει το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας μεταξύ των κρατών
μελών, ορίζεται στη συνθήκη «οποιοσδήποτε δεν είναι υπήκοος της
Ένωσης (άρθρο 2 παρ. 6). Ρητώς προβλέπεται στη συνθήκη η ίδρυση
εξειδικευμένης συνοριοφυλακής (άρθρα 14 και 15), αλλά και περιγράφεται
ο τρόπος φύλαξης και ελέγχου των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης (π.χ.
βλ. άρθρα 4-13).
Όπως σαφώς προκύπτει από το κείμενο της Συνθήκης (SCHENGEN-
1), δεν υπάρχει η παραμικρή πρόβλεψη ή διαδικασία αποβολής
κράτους – μέλους της Συνθήκης. Το ίδιο ισχύει και για την Ευρωζώνη. Ως
εκ τούτου, μόνο ως προπαγάνδα και προσπάθεια πρόκλησης πανικού
στους Έλληνες πολίτες μπορεί να εκληφθεί από όσους πολιτικούς και
δημοσιογράφους διαδίδεται, σε αγαστή συνεργασία με τους ευρωπαίους
εταίρους, ότι μεθοδεύεται η αποβολή της χώρας μας από τη συνθήκη
Σένγκεν και από την Ευρωζώνη. Ουδείς Ευρωπαίος εταίρος το επιθυμεί
πραγματικά, διότι οι Ευρωπαίοι εταίροι θα υποστούν σημαντικές αρνητικές
συνέπειες. Θα το επιδιώξουν μόνο, εάν εξασφαλίσουν τη δική μας
συναίνεση και υπογραφή σε όρους εξόδου, οι οποίοι θα τους ευνοούν,
δηλαδή θα ελαχιστοποιούν τους κινδύνους γι’αυτούς. Αυτή, λοιπόν, η
τακτική παραπληροφόρησης και πρόκλησης πανικού στον ελληνικό λαό
γίνεται, προκειμένου να εμφανισθεί η έξοδος της χώρας μας από τη
συνθήκη Σένγκεν και από την Ευρωζώνη, ως κάτι καταστροφικό για τη
χώρα. Κατ’αυτόν τον τρόπο, ο ανενημέρωτος και τρομοκρατημένος
ελληνικός λαός θα επιθυμεί με κάθε τρόπο την παραμονή της χώρας, τόσο
στην Ευρωζώνη, όσο και στη συνθήκη Σένγκεν, αποδεχόμενος ό,τι του
επιβάλλεται, ακόμη και όταν αυτή η παραμονή συνεπάγεται τη σταδιακή
καταστροφή του (στο υποσυνείδητο του Έλληνα πολίτη εντυπώνουν τη
σκέψη, ότι, αφού θέλουν οι ευρωπαίοι εταίροι να μας εκδιώξουν, τότε μας
συμφέρει να παραμείνουμε στην Ευρωζώνη και στη συνθήκη Σένγκεν).
Η μετατροπή της συνθήκης Σένγκεν σε κάτι καταστροφικό για τη χώρα μας
άρχισε το έτος 2003, επί κυβερνήσεως Σημίτη, η οποία συνυπέγραψε την
18η Φεβρουαρίου 2003 τον αριθμ. 343/2003Κανονισμό του Συμβουλίου της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αφορούσε στη «θέσπιση των κριτηρίων και
μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους, που είναι
υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου, που υποβάλλεται σε κράτος
μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας» (ASYLO). Ο συγκεκριμένος Κανονισμός,
λειτούργησε και λειτουργεί ως «παράρτημα» της συνθήκης Σένγκεν, διότι
σχετίζεται άμεσα με τις διαδικασίες ελέγχου στα εξωτερικά σύνορα της
Ένωσης. Ούτε λίγο ούτε πολύ, με τις προβλέψεις του συγκεκριμένου
Κανονισμού, οι «χώρες εισόδου» της Ένωσης, που μετέχουν στη συνθήκη
Σένγκεν, είναι υποχρεωμένες να δέχονται στο έδαφός τους, όσους
υπηκόους τρίτων χωρών πληρούν τις προϋποθέσεις του πρόσφυγα (όχι
του μετανάστη). Κατεξοχήν χώρες εισόδου προσφύγων και μεταναστών,
που μετέχουν στη συνθήκη Σένγκεν, είναι η Ελλάδα, η Ιταλίακαι
η Ισπανία (βλ. άρθρα 10-14 και 16-20)
Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις προβλέψεις του συγκεκριμένου Κανονισμού
(ASYLO), οι υπήκοοι τρίτων χωρών, που πληρούν τις προϋποθέσεις του
πρόσφυγα, πρέπει να γίνονται δεκτοί σ’αυτές τις χώρες («χώρες εισόδου»)
και να παραμένουν σ’αυτές. Μόνο δε σ’αυτές τις «χώρες εισόδου» δύνανται
να εργάζονται και όχι στις άλλες χώρες – μέλη της συνθήκης Σένγκεν. Εάν,
όμως, επιλέξουν, αξιοποιώντας την ελεύθερη διακίνηση μεταξύ των χωρών
– μελών της συνθήκης Σένγκεν, να ταξιδέψουν στη Γερμανία, στην
Αυστρία, στη Σουηδία, κλπ, που ναι μεν είναι χώρες – μέλη της συνθήκης,
αλλά όχι «χώρες εισόδου», τότε η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία είναι
υποχρεωμένες, εφόσον αποδεικνύεται, ότι ο πρόσφυγας εισήλθε και
κατεγράφη σε κάποια από αυτές τις χώρες, να τον δεχθούν πίσω (βλ.
άρθρα 16-20). Είναι, λοιπόν, προφανές, ότι ο συγκεκριμένος Κανονισμός
εξυπηρέτησε και εξυπηρετεί κατά απόλυτο τρόπο τις χώρες της βόρειας και
δυτικής Ευρώπης και ιδίως τη Γερμανία, που αποτελεί τον βασικό πόλο
έλξης και προορισμό προσφύγων και μεταναστών, καθότι προβάλλει τα
τελευταία χρόνια, ως η πιο ισχυρή και ακμάζουσα χώρα της Ευρωπαϊκής
Ένωσης και της Ευρωζώνης. Αντιθέτως, οι χώρες, όπως η Ελλάδα, η
Ιταλία και η Ισπανία, που είναι οι κατεξοχήν «χώρες εισόδου» προσφύγων
και μεταναστών (ιδίως η Ελλάδα), συνυπέγραψαν έναν Κανονισμό, που
μακροπρόθεσμα θα λειτουργούσε σε βάρος των συμφερόντων τους και θα
τις μετέτρεπε σε αποθήκη εξαθλιωμένων προσφύγων και μεταναστών.
Ωστόσο, για να λειτουργήσει ο Κανονισμός προς όφελος της Γερμανίας και
των υπολοίπων βόρειων και δυτικών ευρωπαϊκών χωρών, απαιτείται οι
«χώρες εισόδου» των κρατών – μελών της συνθήκης Σένγκεν, δηλαδή η
Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία, να καταγράφουν όσους πρόσφυγες και
μετανάστες εισέρχονται στα εδάφη τους και να αποστέλλουν αυτά τα
στοιχεία στα άλλα κράτη – μέλη, ώστε εάν βρεθούν στη Γερμανία, στην
Αυστρία, κλπ, να μπορούν αυτές οι χώρες να τους στείλουν πίσω στη
«χώρα εισόδου», η οποία θα είναι υποχρεωμένη να τους δεχθεί πίσω. Εάν,
όμως, δεν καταγράφονται, τότε δεν θα είναι ευχερές να αποδειχθεί ποία
είναι η «χώρα εισόδου», ώστε να την υποχρεώσουν να αποδεχθεί την
επιστροφή των προσφύγων και των μεταναστών. Αυτήν την κομβική
προϋπόθεση συγκρατείστε την γιατί θα είναι χρήσιμη στην κατανόηση
όσων συνέβησαν στη συνέχεια και εξελίσσονται στις μέρες μας.
Για να εξασφαλίσουν, στο μέτρο του δυνατού, η Γερμανία και οι υπόλοιπες
χώρες της βόρειας και δυτικής Ευρώπης, ότι αυτή η καταγραφή θα γίνεται,
προώθησαν την επόμενη χρονιά, δηλαδή το έτος 2004, με την ψήφιση του
αριθμ. 2007/2004 Κανονισμού του Συμβουλίου της Ε.Ε., την ίδρυση –
σύσταση της περίφημης FRONTEX, δηλαδή «του ευρωπαϊκού οργανισμού
για τη διαχείριση της επιχειρησιακής συνεργασίας στα εξωτερικά σύνορα
των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Αυτό συνέβη επί
κυβερνήσεως Καραμανλή. Το δε 2011, επί κυβερνήσεωςΓιώργου
Παπανδρέου, ο εν λόγω Κανονισμός, τροποποιήθηκε, με τον
αριθμ. 1168/2011Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου της Ε.Ε. της 25ης Οκτωβρίου 2011 (FRONTEX), προκειμένου
να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο ο ρόλος της FRONTEX. Η FRONTEX, επί
της ουσίας, δεν στοχεύει τόσο στη φύλαξη των εξωτερικών συνόρων των
χωρών – μελών της συνθήκης, που είναι «χώρες εισόδου», αλλά στην
εξασφάλιση, ότι όσοι πρόσφυγες και μετανάστες εισέρχονται στις «χώρες
εισόδου» (π.χ. στην Ελλάδα) θα καταγράφονται, ώστε, εάν βρεθούν στη
συνέχεια στη Γερμανία ή σε άλλη χώρα της βόρειας ή της δυτικής
Ευρώπης, να επιστρέφονται στη «χώρα εισόδου», η οποία θα είναι
υποχρεωμένη να τους δεχθεί πίσω.
Ο χρόνος, που επελέγη για την κατάρτιση και ψήφιση των
προαναφερθέντων Κανονισμών, δηλαδή τα έτη 2003 και 2004, δεν ήταν
τυχαίος. Είχαν προηγηθεί οι επεμβάσεις του ΝΑΤΟ στο Ιράκ και στο
Αφγανιστάν και είχαν ήδη αρχίσει να δημιουργούνται τα πρώτα μεγάλα
μεταναστευτικά ρεύματα, με κατεύθυνση την Ευρώπη και ιδίως τη Γερμανία
και τις άλλες χώρες της βόρειας και της δυτικής Ευρώπης. Γ’αυτόν το λόγο
η Γερμανία έσπευσε να προστατεύσει τον εδαφικό χώρο της,
συνεργαζόμενη και με άλλες ενδιαφερόμενες χώρες (π.χ. Γαλλία, Αυστρία),
καθώς και με τις χώρες, που λειτουργούσαν, ως δορυφόροι της.
Δυστυχώς, σ’αυτήν την επιδίωξή της βρήκε πρόθυμες κυβερνήσεις στην
Ελλάδα, στην Ιταλία και στην Ισπανία, οι οποίες είχαν πλέον καταστεί
δορυφόροι και λειτουργούσαν υπέρ μίας γερμανικής Ευρώπης, τις
δυσμενέστατες συνέπειες της οποίας βιώνουμε τα τελευταία έξι χρόνια
(εφαρμογή μνημονιακών πολιτικών λιτότητας, επιβολή λύσεων στο
προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα, κλπ).
Με αφορμή α) το ξέσπασμα της «Αραβικής Άνοιξης» στις χώρες της
Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, που απεδείχθη «Αραβικός
Χειμώνας», πάλι με ευθύνη των Δυτικοευρωπαϊκών χωρών και
τη συνδρομή της Τουρκίας, της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ, αλλά
και β) τη διαπίστωση, εκ μέρους της Γερμανίας, ότι η καταγραφή των
προσφύγων και των μεταναστών στις «χώρες εισόδου», δηλαδή στην
Ελλάδα (ιδίως σ’αυτήν), στην Ιταλία (αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα στη
νήσο Λαμπεντούζα) και στην Ισπανία, δεν ήταν η ενδεδειγμένη, καθότι
έφθαναν στη Γερμανία και σε άλλες χώρες της βόρειας Ευρώπης
πρόσφυγες και μετανάστες, οι οποίοι δεν καταγράφονταν στις «χώρες
εισόδου», με αποτέλεσμα να είναι δυσχερής ο εντοπισμός της «χώρας
εισόδου», που θα ήταν υποχρεωμένη να τους δεχθεί πίσω, μεθοδεύτηκε,
κυρίως από τη Γερμανία, η τροποποίηση της συνθήκης Σένγκεν, αλλά και η
ενίσχυση του ρόλου της FRONTEX. Ειδικότερα:
Την 22α Οκτωβρίου 2013 η συγκυβέρνηση Σαμαρά –
Βενιζέλου συνυπέγραψε τον αριθμ.1051/2013 Κανονισμό του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τον οποίο
τροποποιήθηκε – συμπληρώθηκε η συνθήκη Σένγκεν (SCHENGEN-2). Για
μία ακόμη φορά, σκοπός των τροποποιήσεων και συμπληρώσεων ήταν η
προστασία της Γερμανίας και των λοιπών χωρών της βόρειας και δυτικής
Ευρώπης, που αποτελούν πόλο έλξης και προορισμό για τη συντριπτική
πλειοψηφία των προσφύγων και των μεταναστών. Συγκεκριμένα, στη
συνθήκη Σένγκεν (SCHENGEN-1), πριν την προαναφερθείσα
τροποποίησή της, υπήρχε πρόβλεψη στα άρθρα 23-31 για προσωρινή
επαναφορά του ελέγχου στα εσωτερικά σύνορα της Ένωσης, υπό
συγκεκριμένες – αυστηρώς περιορισμένες περιπτώσεις, που σχετίζονται με
λόγους δημόσιας τάξης και εσωτερικής ασφάλειας μίας ή περισσοτέρων
χωρών – μελών της συνθήκης Σένγκεν. Η επαναφορά των ελέγχων
προβλεπόταν να έχει ανώτατη διάρκεια 30 ημέρες και δυνατότητα
ανανέωσης αυτών των περιορισμών για περιόδους, που δεν θα
υπερβαίνουν τις 30 ημέρες(SCHENGEN-1) Πλέον με την τροποποίηση της
συνθήκης, που έγινε με τον προαναφερθέντα Κανονισμό
(1051/2013) καθίσταται ευχερέστερη η επαναφορά των ελέγχων στα
εσωτερικά σύνορα της Ένωσης ή, όπως συνηθίζεται να λέγεται, το
«κλείσιμο των συνόρων». Αρκεί, για παράδειγμα, η διαπίστωση, ότι η
φύλαξη των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης (π.χ. της Ελλάδας) δεν είναι
επαρκής ή δεν είναι εφικτή. Παράλληλα, η διάρκεια του «κλεισίματος των
συνόρων» (επαναφοράς των ελέγχων) από τριάντα ημέρες αυξήθηκε σε έξι
μήνες, με δυνατότητα παράτασης για δύο έτη(βλ. άρθρο 23 παρ. 4
– SCHENGEN-2). Με αυτές τις τροποποιήσεις, τέθηκε ουσιαστικά και η
λογική των hotspots (κέντρα φιλοξενίας και κέντρα φύλαξης).
Όλα αυτά υπεγράφησαν από διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις
(Σημίτη, Καραμανλή,Παπανδρέου, Σαμαρά – Βενιζέλου), που
στηρίζονται από κόμματα (ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Ν.Δ.), τα οποία σήμερα
εμφανίζονται τιμητές και ως σωτήρες, κατηγορώντας όλους τους
άλλους. Αυτό, ωστόσο δεν εξαγνίζει τις εγκληματικές ευθύνες της τωρινής
κυβέρνησης, στις οποίες θα αναφερθώ παρακάτω. Πρέπει, ωστόσο, να
επισημανθεί, ότι στη συνθήκη Σένγκεν δεν μετέχουν αυτή τη στιγμή πολλές
χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ορισμένες από τις οποίες επιθυμούν
συνειδητά να διατηρήσουν τους ελέγχους στα σύνορά τους. Οι χώρες
της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις οποίες δεν ισχύει σήμερα η συνθήκη
Σένγκεν, είναι η Αγγλία, η Ιρλανδία, η Κροατία, η Ρουμανία,
ηΒουλγαρία και η Κύπρος. Συγκρατείστε το γεγονός, ότι για
την Κύπρο και τη Βουλγαρία, δύο όμορες με την Ελλάδα, αλλά και με την
Τουρκία, χώρες, δεν ισχύει ακόμη η συνθήκη Σένγκεν.Και οι δύο αυτές
χώρες δεν αντιμετωπίζουν μεταναστευτικό ρεύμα, παρά το γεγονός, ότι
ηΒουλγαρία έχει εκτεταμένα χερσαία σύνορα με την Τουρκία. Τόσο δε
η Κύπρος, όσο και ηΒουλγαρία, στην οποία υπάρχει σημαντική
μουσουλμανική μειονότητα (περί το 10% του πληθυσμού της!), αποτελούν,
μαζί με την Ελλάδα, στόχο της μεγαλομανίας της Τουρκίας. Η
διαφοροποίησή τους με την Ελλάδα, που λειτουργεί αποτρεπτικά, τόσο για
τους σχεδιασμούς της Τουρκίας, όσο και για τις μεταναστευτικές –
προσφυγικές ροές συνίσταται στο ότι α) δεν ισχύει σ’αυτές η συνθήκη
Σένγκεν, β) έχουν πιο αυστηρή εσωτερική νομοθεσία και γ) έχουν σοβαρή
και σταθερή εξωτερική πολιτική. Αντιθέτως, η Ελλάδα, όχι μόνο είχε
συνυπογράψει ασύμφορες γι’αυτήν συνθήκες, τις οποίες μάλιστα ελάχιστα
τηρούσε, αλλά και υιοθέτησε, ιδίως επί κυβερνήσεως Γιώργου
Παπανδρέου, εσωτερική νομοθεσία ιδιαιτέρως ευνοϊκή για τους
πρόσφυγες και τους μετανάστες. Όλοι αυτοί οι παράγοντες, σε συνδυασμό
με όσα επακολούθησαν στο κομβικό για τις εξελίξεις έτος 2015, οδήγησαν
στη σημερινή τραγωδία, τόσο για τη χώρα μας, όσο και για τους
πρόσφυγες και τους μετανάστες, για τους οποίους υποκριτικά κόπτεται η
κυβέρνηση των ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – ΑΝ.ΕΛ.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΥΡΙΟ!!!!